Ήταν τα αδέρφια των γονιών μας ή των παππούδων μας, όταν εκεί, γύρω στη δεκαετία του ‘60, νέοι πήραν την απόφαση να φύγουν στο εξωτερικό για ένα καλύτερο αύριο. Τον πόνο που ένιωσαν δε θα τον καταλάβουμε ποτέ. Εκεί ξεκίνησαν, απ’ το μηδέν, να χτίζουν μία όμορφη ζωή. Με σκληρή εργασία και πείσμα τα κατάφεραν. Δημιούργησαν οικογένειες, μεγάλωσαν παιδιά μιλώντας τους πάντα για την καταγωγή τους και δεν άφησαν ποτέ την αγάπη για τον τόπο  τους να σβήσει, κι ας ‘καναν καιρό να τον δουν. Θα τους καταλάβεις τους Έλληνες στο εξωτερικό. Έχουν μια σπιρτάδα στο βλέμμα και πάθος για ό,τι ελληνικό κυκλοφορεί.

Η νοσταλγία, όμως, για τη χώρα δεν παύει ποτέ να υπάρχει. Έτσι κι οι θείοι μας μετρούσαν αντίστροφα για να ξαναβρεθούν εδώ. Γι’ αυτό και κάθε χρόνο έκαναν τα αδύνατα να δυνατά να έρθουν. Όταν ήμασταν παιδιά δε βλέπαμε την ώρα να τελειώσει το σχολείο, να έρθει επιτέλους το καλοκαίρι. Να βγούμε τις βόλτες μας, να παίξουμε, να τρέξουμε, χωρίς να ‘χουμε διαβάσματα και πρόγραμμα για τίποτα. Πώς και πώς την περιμέναμε αυτήν την εποχή. Όχι μόνο για τον ελεύθερο χρόνο, όμως. Αλλά γιατί ξέραμε ότι θα επέστρεφαν δικοί μας άνθρωποι.

Για τα ξαδέλφια που είναι στο εξωτερικό ο καιρός αυτός σήμαινε τις διακοπές τους και για μας ο ερχομός τους ήταν η επίσημη έναρξη του καλοκαιριού. Το σπίτι να γεμίζει μόνο με χαμογελά, αγκαλιές και σκανταλιές για τα μικρά παιδιά. Ψησίματα για τους μεγάλους και παγωτά γρανίτες με άφθονο καρπούζι για μεγάλους και μικρούς.

Μιλούσαν εκείνα τα ωραία σπαστά ελληνικά, με την προφορά, που όταν ήσουν πιτσιρικάκι μερικές φόρες δεν καταλάβαινες ακριβώς τι ήθελαν να πούνε. Δε σε ένοιαζε, όμως, γιατί βρίσκατε τον τρόπο πάντα, είτε με νοήματα είτε με γκριμάτσες, είτε περισσότερο με χαμόγελα. Λέγατε ιστορίες ο ένας στον άλλον, πώς ζούνε, πώς ζείτε, συγκρίνατε, γελούσατε, κοκορευόσασταν για το πού είναι καλύτερα. Μαζί κοιμόσασταν, μαζί ξυπνούσατε, μαζί στη θάλασσα, στο παιχνίδι, στις ζημιές, όλα τα κάνατε μαζί. Αχώριστοι.

Γι’ αυτό κι όταν έφτανε η ώρα του αποχαιρετισμού, τα ματάκια πλημμύριζαν με δάκρυα, που άλλες φορές έτρεχαν κι άλλες πάλι τα καταπίνατε για να φανείτε τάχα δυνατοί, για να μη στεναχωρήσετε τους άλλους. Έφευγαν και το καλοκαίρι χανόταν μαζί με εκείνους. Έτσι, χρόνο με τον χρόνο, από μικρά παιδιά, χτίσατε μια υπέροχη σχέση, τόσο ξεχωριστή που καμιά περιγραφή δεν τη χωρά.

Μπορεί να ‘ναι στην άλλη άκρη της Γης, παρ’ όλα αυτά τους νιώθεις κοντά. Οι ημέρες αυτές του καλοκαιριού γίνονται κάθε φορά το ίδιο λαμπερές κι έχουν πάντα άρωμα καρπούζι και παιδικής ανεμελιάς. Τα χρόνια πέρασαν, γίνατε ενήλικες, το τελετουργικό όμως δεν αλλάζει. Θα κανονίσετε να πάτε μαζί διακοπές, να εξερευνήσετε καινούρια μέρη, όπως εξερευνούσατε όταν ήσασταν μικροί τον βυθό της θάλασσας και χτίζατε κάστρα στην άμμο. Θα ‘ρθουν πάλι και θα ‘στε αχώριστοι, θα τους γνωρίσετε σε όλη την παρέα και φυσικά θα τους αγκαλιάσουν, διότι έχουν ακούσει άπειρες ιστορίες για εκείνους και τα καλοκαίρια σας.

Η επικοινωνία σας πλέον είναι άψογη, δε μιλάνε πια αλαμπουρνέζικα για τα δικά σας αφτιά, αν κι εκείνες οι γκριμάτσες έχουν πιάσει ήδη χώρο στο κουτάκι με τις ομορφότερες παιδικές αναμνήσεις. Μεγαλώσατε πια και μαζί με τον αριθμό των κεριών σας στην τούρτα μεγάλωσε κι η αγάπη που αισθάνεστε για εκείνους.  Το μόνο που δεν άλλαξε στο πέρασμα του χρόνου είναι η ανυπομονησία. Οι χτύποι της καρδιάς είναι το ίδιο δυνατοί κι έντονοι, όταν βρίσκεστε σε αυτή την αίθουσα αποβίβασης, όπως τότε.

Τα ξαδέλφια μας στο εξωτερικό είναι σαν αδέλφια μας. Δεν έχει να κάνει η συχνότητα αλλά η ποιότητα αυτής της σχέσης. Μπορεί να μην τα λέμε κάθε μέρα, αλλά κάθε φορά που έρχονται είναι σαν να μην πέρασε μία μέρα. Οι μέρες που ανταμώνουμε είναι εκείνες που ξεχνάμε ό,τι προβλήματα έχουμε και γινόμαστε και πάλι παιδιά.

Συντάκτης: Κατερίνα Παπαδοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη