Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει η Κάλια Ορφανού.

 

Ο ήλιος έκαιγε σαν κάρβουνο. Η θάλασσα φλέρταρε με τους περαστικούς. Τα παιδιά έκτιζαν γέφυρες και πύργους στην άμμο. O ήχος που ακουγόταν καθώς τα κύματα κτυπούσαν στους βράχους, συνοδευόταν από γέλια νεαρών. Κάποιοι ρουφούσαν το πρωινό τους φραπεδάκι ξέγνοιαστοι. Άλλοι πάλι, αραχτοί στην ψάθα τους, άφηναν τις αχτίδες του ήλιου να δώσουν ένα ομοιόμορφο, αν ήταν τυχεροί, μελαμψό χρώμα στο δέρμα τους. Και οι πιο νοσταλγικοί, ξαπλωμένοι κάτω από μια ομπρέλα, με μάτια κλειστά ταξίδευαν στο δικό τους κόσμο.

Όλοι φαίνονταν να έβρισκαν ένα τρόπο να διώξουν μακριά όποια σκέψη τους βασάνιζε. Γιατί όχι άλλωστε; Ο καιρός, το νησί, όλα ευνοούσαν την ανέμελη διάθεση και τη δίψα για μακροβούτια στο όνειρο.

Καθισμένη όπως ήμουνα στη ξαπλώστρα, έκλεισα τα μάτια κι απολάμβανα τη μυρωδιά του ιωδίου.

«Πρώτη φορά εδώ;», άκουσα κάποιον να με ρωτά. Ένας νεαρός γοητευτικός άντρας στεκόταν δίπλα μου και με εξέταζε με τις κόρες των ματιών του να διαστέλλονται. Ήταν ψηλός, μελαχρινός, με έντονο βλέμμα αλλά συνάμα οικείο.

 «Ναι», του απάντησα χαμογελώντας αμήχανα.

«Το κατάλαβα από τον τρόπο που κοίταζες γύρω», μου είπε και κάθισε δίπλα μου χωρίς να παίρνει ούτε στιγμή τα μάτια του από πάνω μου.

Έσκυψα το κεφάλι μου ασυναίσθητα. Μου προκαλούσε αμηχανία το βλέμμα του. Αυτό το βλέμμα θαυμασμού το είχα ξεχάσει. Τον τελευταίο καιρό η ζωή μου είχε γίνει μια ρουτίνα. Σπίτι, δουλειά… άντε και supermarket. Είχα παραμελήσει τον εαυτό μου. Δε θυμάμαι από πότε είχα να αγοράσω ένα καινούργιο φόρεμα ή έστω να χαζέψω τις βιτρίνες. Ακόμη και το δαντελωτό μπικίνι που φορούσα, μου το είχε πάρει δώρο, 2 χρόνια πριν, μια φίλη κι από τότε είχε μείνει καλά κρυμμένο στη ντουλάπα. Μαύρο στο χρώμα, για να έρχεται σε αντίθεση με την ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και τα ξανθά μαλλιά μου.

«Κατ’ ακρίβεια έχει χρόνια να περάσω καλοκαίρι στην Ελλάδα κι έχω ξεχάσει τις απίστευτες ομορφιές αυτής της χώρας», κατάφερα να απαντήσω αφού σήκωσα το κεφάλι προς το μέρος του.

«Κατάλαβα, μια μετανάστρια που αποφάσισε να γυρίσει πίσω στα μέρη μας».

«Κάπως έτσι», του είπα κουνώντας ελαφρά το κεφάλι. Δεν το συνήθιζα να μιλώ σε αγνώστους. Τόσα χρόνια στο εξωτερικό είχα ξεχάσει τους ελληνικούς φιλόξενους μου τρόπους. Μα για κάποιο ανεξήγητο λόγο, αυτός ο άντρας μου ενέπνεε εμπιστοσύνη.

«Να συστηθώ, Πάρης», μου είπε απλώνοντάς μου το στιβαρό του χέρι.

«Ελένη», του συστήθηκα. Μοιραία τα ονόματα μας, μοιραία και η γνωριμία μας. Μοιραία ο Έρως σου ρίχνει τα βέλη του χωρίς να σε ρωτήσει τι πραγματικά θες.

«Και αν επιτρέπεται, ποιος ήταν ο λόγος που σε έκανε να ρίξεις μαύρη πέτρα πίσω σου;»

«Αρχικά είχα πάει για σπουδές Αγγλία, έπειτα κατέληξα Σουηδία για δουλειά, όπου γνώρισα το σύζυγό μου.» Έκανα μια σύντομη παύση, μη γνωρίζοντας αν έπρεπε να αναφέρω τόσες λεπτομέρειες για μένα, «και τώρα μετακόμισα Γερμανία.»

«Όλη την Ευρώπη γύρισες ακούω. Ωραία! Για μετανάστρια πάντως, μια χαρά τα μιλάς τα ελληνικά.»

«Ναι, η αλήθεια η ελληνική γλώσσα είναι η μεγάλη μου αγάπη!»

 «Κι ο σύζυγός σου; Δεν ήρθατε μαζί;», με ρώτησε διστακτικά.

«Χωρίσαμε». Ξαφνικά ένιωσα ένα τρέμουλο να με διαπερνά. Φοβήθηκα ότι ακόμη και πίσω από τα μαύρα γυαλιά που φορούσα, θα καθρεπτιζόταν στα μάτια μου, η θλίψη. Μνήμες από όλα αυτά που ήθελα να ξεχάσω επανέρχονταν στο μυαλό μου σαν εικόνες από ταινία τρόμου. Φωνές, καυγάδες, μπουκάλια στο πάτωμα..

«Μου φαίνεται πως έγινα αδιάκριτος.», μου είπε καθώς με έβλεπε να χαμηλώνω το βλέμμα. Τότε ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου.

«Όχι, δε φταις εσύ, αλλά καλύτερα ας συζητήσουμε κάτι πιο ευχάριστο.»

Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνομιλίας μας, περνούσαν από μπροστά μας όμορφες τουρίστριες αλλά και Ελληνίδες με ηλιοκαμένα και καλλίγραμμα κορμιά μα ο Πάρης επέμενε να κοιτάει εμένα.

«Πώς και ήρθες μόνος διακοπές σε ένα από τα πιο όμορφα νησιά της Ελλάδας;», τον ρώτησα δίνοντας πάσα για να αλλάξει η συζήτηση.

«Δουλεύω σε μια ταβέρνα τα βράδια και θα είμαι εδώ όλο το καλοκαίρι.»

Ο Πάρης, παρά το νεαρό της ηλικίας του, ήταν πολύ ώριμος. Γνώρισε από μικρός δυσκολίες στη ζωή του. Σπούδασε νομική, όχι γιατί το ήθελε αυτός, μα περισσότερο για να κάνει το χατίρι των γονιών του. Η πραγματική του αγάπη ήταν η μουσική. Όποτε του δινόταν η ευκαιρία κυνηγούσε το όνειρό του, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να βοηθήσει τους γονείς του στις οικονομικές δυσκολίες που περνούσαν. Καταγόταν από την Αμοργό, αλλά τα τελευταία χρόνια ζούσε στην Αθήνα. Επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη Φολέγανδρο για  διακοπές πριν ένα χρόνο. Από τότε ενθουσιάστηκε με τη μαγεία του νησιού και ήθελε πολύ να έρθει ξανά. Μια μέρα ένας φίλος του, τού είπε ότι έψαχναν μουσικό σε μια ταβέρνα και πήρε την απόφαση να μετακομίσει εδώ για το καλοκαίρι.

 Ήθελα να μάθω περισσότερες πληροφορίες για η ζωή του. Έτσι, ήρθε η δική μου σειρά να αρχίσω την ανάκριση.

«Πώς και δεν έψαξες για δουλειά στην Αθήνα; Τόσες ταβέρνες και μπαράκια υπάρχουν όλο και κάτι θα έβρισκες.»

«Δεν είναι τόσο εύκολο, ειδικά τώρα με τη κρίση. Έτσι κι αλλιώς, Αθήνα και καλοκαίρι δε λέει…», μου είπε χαμογελώντας.

Αφήσαμε για λίγο τη σιωπή να γεμίσει με πέπλο μυστηρίου το όλο σκηνικό. Γυρίσαμε κι οι δύο το κεφάλι προς τη θάλασσα. Μας καλούσε να μοιραστούμε μαζί της, τις λέξεις που κρύβαμε στη ψυχή μας.  

«Πόσες μέρες θα μείνεις εδώ; Προλαβαίνω να σε  ξεναγήσω;», με ρώτησε για να διακόψει τη σιωπή.

Κοίταξα το ρολόι και τότε συνειδητοποίησα πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα.

«Αν ξεκινήσεις τώρα, προλαβαίνεις!», του είπα αποφασιστικά χωρίς να ξέρω κι η ίδια αν αυτό πραγματικά ήθελα.

Το ταξίδι μας μόλις άρχισε. Εμείς, οι μόνοι επιβάτες σε ένα ταξίδι χωρίς προορισμό, με μια αποσκευή στο χέρι που χωρούσε μοναχά τα όνειρά μας…

«Θα το ερωτευτείς κι εσύ αυτό το νησί. Θα δεις!», μου το έλεγε με τόση σιγουριά, μα τώρα καταλαβαίνω πόσο δίκαιο είχε. Και να ερωτευόμουνα μόνο το νησί, αυτό δε θα ήταν πρόβλημα. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Η φλόγα μέσα μου με έλιωνε σιγά σιγά σαν το κερί. Συναισθήματα πρωτόγνωρα. Η λογική έδωσε τη θέση της στη τρέλα. Πόσο μπορεί να σε αλλάξει ο έρωτας! Η χαρά ξεπροβάλλει από μέσα σου και το χαμόγελο δε σβήνει από τα χείλη.

Περιπλανηθήκαμε για ώρες στα στενά σοκάκια του νησιού. Περάσαμε από τα παραδοσιακά σπίτια με τις κάτασπρες αυλές. Οι μυρωδιές από τα φρεσκοψημένα φαγητά μας έσπασαν τη μύτη. Ακολουθήσαμε τη διαδρομή από τα λιθόστρωτα δρομάκια του Κάστρου κι ανεβήκαμε στο βράχο της Παναγίας. Το νησί φάνταζε ακόμη πιο εκθαμβωτικό από ψηλά. Ο βράχος είναι το σημείο κατατεθέν για τους τουρίστες. Όλοι μαζεύονταν εκεί για να βγάλουν φωτογραφίες είτε μόνοι είτε με φίλους, οικογένεια ή το/τη σύντροφό τους. Έβλεπες αληθινά χαμόγελα, κι αυτό γιατί η ομορφιά του Αιγαίου πολλαπλασιάζεται όταν έχεις δίπλα σου κάποιον να μοιράζεται τις ανησυχίες σου, τις σκέψεις σου, το χαμόγελό σου.

Του είχα μιλήσει για μένα, για τη ζωή μου μέχρι τώρα. Για όλα αυτά που υπέφερα κι ήθελα τόσο πολύ να ξεγράψω από τη μνήμη μου. Μ’ αγκάλιασε τρυφερά, θέλοντας έτσι να απαλύνει τον πόνο της καρδιάς και του κορμιού μου. Ένα κορμί που αδημονούσε να νιώσει τη ζεστασιά της αγάπης. Περίμενε αυτόν που θα φιλούσε τις πληγές του, κάποιον να το προστατέψει κι όχι να το πονέσει.

Δώσαμε ραντεβού το βράδυ στην ταβέρνα που δούλευε. Οι χτύποι της καρδιάς μου χτυπούσαν πιο γρήγορα κι από το ρολόι. Τα λεπτά, μου φαίνονταν ώρες μπροστά στην αγωνία μου να τον ξαναδώ. Έζησα τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου μακριά από την Ελλάδα, γνώρισα την αγάπη και την αφοσίωση, αλλά δεν έζησα το φλογερό έρωτα. ‘Έλα όμως που εκτός από τις πολλές ομορφιές που έχει αυτή η χώρα, κρύβει  ένα τσαμπουκά κι ένα ρομαντισμό λες και σου επιβάλλει να ζήσεις κάτι το ανεπανάληπτο.

«Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις
τις ώρες που αγριεύει η βροχή

στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις..»

Αυτούς τους στίχους μου αφιέρωσε εκείνο το βράδυ, θέλοντας να με πείσει να γυρίσω πίσω. Δεν υποφέρεται η ξενιτιά όταν συνειδητοποιείς πόσα έχασες τόσα χρόνια μακριά.  Ακόμη περισσότερο, όταν έχεις ένα ζευγάρι μάτια να περιμένουν με αγωνία τη στιγμή της επανασύνδεσής σας. Αχ βρε Ελλάδα και να μπορούσα να τα παρατήσω όλα και όλους και να επιστρέψω εδώ. Εδώ που ανήκω. Στη χώρα που έμαθα να περπατάω και να προχωράω ένα βήμα μπροστά κάθε φορά. Στη χώρα που με δίδαξε να αγαπάω.

Κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία μας. Δύο μέρες μείναμε στο νησί. Μα δύο μέρες δεν ήταν αρκετές να σβήσουν τη φλόγα που διαπερνούσε τα κορμιά μας. Χανόμουνα στο βλέμμα του κι αυτός μ’ αγκάλιαζε σφικτά. Αγναντεύαμε το αύριο, θέλοντας να κρατήσουμε για πάντα αυτή τη στιγμή. Αφήσαμε στην άκρη όλες μας τις ανασφάλειες. Ξεγράψαμε κανόνες ηθικής και ταμπού. Διαγράψαμε για λίγο το παρελθόν μας. Δε μας ένοιαζε για το τι θα ξημέρωνε η επόμενη μέρα. Δεν προσμέναμε κανένα μέλλον. Είχαμε ανάγκη να ζήσουμε το πάθος, που δε σ’ αφήνει περιθώρια να σκεφτείς τι είναι σωστό και τι είναι λάθος. Δεν ήταν το μυαλό μας, ούτε και τα κορμιά μας μα μονάχα οι ψυχές μας που αναζητούσαν να αισθανθούν αυτές τις στιγμές που θα μας σημάδευαν για πάντα.

Από μακριά ακούστηκε η κόρνα του αποχαιρετισμού. «Πρέπει να φύγω, αντίο!», του σιγοψιθύρισα. «Τα λέμε», με αποχαιρέτησε φιλώντας με τρυφερά.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Κάλιας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!