«Μιχάλη, μ’ ακούς; Σου μιλάω.» .Εντάξει, παιδιά, τι να πρωτοπεριγράψω όταν καλούμαι να αντιμετωπίσω κάτι τέτοιο. Ε; Μιλάω στον τοίχο; Όλη αυτή η φαιά ουσία καταναλώνεται στο να μη μου δίνει σημασία; Όχι, πες μου. Τι πιο εκνευριστικό; 

Ή η άλλη γαμάτη περίπτωση που κοιτάς τα νύχια σου, κάνεις φούσκες με το σάλιο σου, έχεις μετρήσει πόσες κάθετες και πόσες οριζόντιες γραμμές έχει η κουρτίνα και μετά από καμιά ώρα καταλήγεις να λες κάτι του στυλ «Ναι, ναι, συμφωνώ..», «Πω, πω, φοβερό!»  ενώ από μέσα σου χτυπάς το κεφάλι σου σε έναν νοητό τοίχο και εκλιπαρείς να χτυπήσει το κουδούνι από πλασιέ, να πάρει φωτιά το διπλανό σπίτι, να συμβεί κάτι ρε παιδί μου που θα κάνει τον απέναντι σταματήσει να μιλάει. «Πώς έμπλεξα εγώ σ’ αυτή τη κατάσταση;» αναρωτιέσαι «μόνο και μόνο επειδή τον ρώτησα πώς ήταν η μέρα του;» Ξέχασε μήπως ότι είμαι κι εγώ εδώ;

Το μόνο που θέλουμε είναι ο άλλος να μας ακούει προσεχτικά, να είναι εκεί για μας για να σταθεί δίπλα μας, όχι απαραιτήτως για να πει κάτι μόνο και μόνο για να το πει. Πριν προλάβουμε καν να ολοκληρώσουμε την πρόταση μας, το να μας διακόπτει και να πετάγεται με μια εξυπνακίστικη ατάκα είναι άκρως εκνευριστικό.

Λατρεύουμε να μας κοιτάει μέσα στα μάτια, να μας παρακολουθεί, να γελάει με αυτά που λέμε κι ας μην είναι αστεία, να κάνουμε χαζομάρες και να διπλώνεται από τα γέλια. Να ξέρει να συζητάει και ειδικότερα να εκτιμά την συζήτηση μαζί μας. Να θέλει να ακούσει τη γνώμη μας πάνω σ’ αυτό που τον προβληματίζει, ότι τη λογαριάζει ότι τη λαμβάνει υπόψιν. Γιατί μόνο έτσι ξέρουμε ότι λογαριάζει κι εμάς τους ίδιους.

Αν δεν μπορώ να σε πειράξω, αν δε σηκώνεις από αστεία, αν στην αρχή δεν απορείς τι με έπιασε, αν κι εσύ έπειτα δεν τραβάς τη φάση λίγο μαζί μου, τότε είναι προκαθορισμένο ήδη ότι δεν πρόκειται να σε ερωτευτώ όσο θέλω, όσο δύναμαι και όσο σου αξίζει. Άσε με να κάνω το κομμάτι μου, να με κοιτάξεις με ένα βλέμμα απορίας, να σηκώνεις το φρυδάκι και να μην ξέρεις αν πρέπει να θυμώσεις ή όχι, μέχρι που τελικά θα τρελαθείς στα γέλια. Κάτι τέτοιο έχω στο μυαλό μου για το όταν είμαστε μαζί. Κάπως έτσι θέλω πάντα να είναι οι στιγμές μας. Ποτέ μονότονες. Να με σκέφτεσαι και να σου δημιουργείται ένα ασυναίσθητο χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, και για το πιο μικρό καθημερινό πράγμα.

Αν μου δείξεις ότι με προσέχεις έστω και για ένα λεπτό όταν σε έχω ανάγκη, θα έρθω να σταθώ δίπλα σου να σε ακούσω 10, και 20, και 30, και μια αιωνιότητα ολόκληρη αν χρειαστεί, και όχι αν μου το ζητήσεις. Γιατί με κέρδισες, γιατί σου ανήκω, γιατί μπορώ να σου ανοιχτώ, γιατί θα είμαι εγώ.

Επιμέλεια Κειμένου Σοφίας Γαρμπή: Κατερίνα Κεχαγιά

Συντάκτης: Σοφία Γαρμπή