Γράφει η Άντα Γεωργάκη.

 

Σου αρέσει να μιλάς με λέξεις μεγάλες, με έννοιες πολυδιαφημισμένες και νοήματα βαρύγδουπα. Σου αρέσει να κηρύσεις, να απαιτείς, να εκφοβίζεις. Σου αρέσει να δείχνεις άφθαρτος, αλάνθαστος, ένας τέλειος στον κόσμο των πολλών ατελών. Κι όντως τα λες ωραία, τα λες τόσο ωραία, ώστε πείθεις. Πείθεις κυρίως όσους θέλουν να πεισθούν. Κι εγώ ήθελα.

Και μαζί με σένα που βρέθηκες στη διάβα μου, ευχαριστούσα και την τύχη που επιτέλους η μπίλια έπεσε στο κόκκινο που είχα τζογάρει.

Θυμόμουν έναν γκόμενο που είχα κάποτε, που μετά από τα τρία τανγκερέι, έβγαζε πάντα λογύδρια περί αυτοκριτικής. Εκείνος κι η αυτοκριτική βέβαια, δύση κι ανατολή. Αλλά όσο να πεις, ήταν πολύ κομψός έτσι όπως τα ‘λεγε με το πορσελάνινο χαμηλό στο ένα χέρι και με το πούρο στο άλλο.

Εσύ πάλι ήσουν πιο χύμα, πιο προσιτός, πιο «δικός μας» – και κάπως έτσι και την πάτησα.

Παιδί καλό, από οικογένεια δεμένη, με ιδανικά, με τρόπους, με ρομαντισμό κι ευαισθησία, με ταλέντο έμφυτο στην πειθώ.

Μου έκανες τον εγκέφαλο σφουγγαρίστρα με την ανιδιοτελή αγάπη σου, με την κατανόησή σου, με το να μπαίνεις στο παπούτσι του άλλου κι ας κατρακυλάς με εκατό στην κατηφόρα, με τα απαγορευτικά μυστικά, με την ειλικρίνεια, με την εμπιστοσύνη, ψωμοτύρι κάθε πρωί σαν αντιβίωση τα πρέπει σου. Έκανα κι εγώ τον σταυρό μου που βρήκα επιτέλους άντρα να μη μου μιλάει μόνο για τα κατορθώματά του.

Έλεγα, δε γίνεται, για να ‘χει εντρυφήσει τόσο, θα τα πιστεύει κιόλας. Και όταν στις πρώτες στραβές δε σ’ έβρισκα, γιατί είχες κατεβάσει τα τηλέφωνα κι αρνιόσουν να με συναντήσεις ή γιατί στις επόμενες κλειδαμπαρωνόσουν στο αυτοκίνητό σου, τα ‘βαζα με τον εαυτό μου, που έφτασα σε τέτοια άκρα το τέρας της υπομονής που μου ‘φερε η ζωή. Γιατί κι η υπομονή σου, η τόσο φωτισμένη, τζούφια ήταν.

Πέντε χρόνια η ιστορία μας και παλεύω να φέρω στο μυαλό μου, μια φορά που να ζήτησες πρώτος συγγνώμη, σε κάτι, σε οτιδήποτε. Μια φορά που να μη χρειάστηκε να ηρεμήσω εγώ τα πνεύματα, μια φορά που τα ιερά κηρύγματά σου, βρήκαν εφαρμογή στο κάθε μέρα μας. Μια φορά που δεν κέρδισε τελικά το γαμημένο το στανιό σου να νιώσεις ο κυρίαρχος, να μεγαλώσει άλλα τρία εκατοστά το πέος σου από την αντρίλα που μου πουλούσες.

Κι άντε να πεις από τις εκατό φορές που φτάσαμε να βαράμε μπουνιές σε τοίχους, να ‘φταιγα εγώ τις ογδόντα. Κι άντε επειδή είμαι κι ένα ζώο ενοχικό, να έφταιγα τις ενενήντα. Αλλά τη χάρη να σου χαρίσω και τις εκατό, δε θα στην κάνω. Γιατί έστω δέκα γαμημένες, τις έφταιγες εσύ. Κι αυτές τις δέκα ήταν που ήθελες να συρρικνώσεις ακόμα περισσότερο κάθε ιερό σου, για να μη χρειαστεί τελικά να μπεις εσύ στο παπούτσι το δικό μου, να με αντιμετωπίσεις ως ίση προς ίσο, να ρίξεις τα μούτρα σου και να παραδεχτείς την παπαριά σου. Κουβέντες για κρασάκι ήταν αυτές, για φιγούρα και για να συντηρείς το ρόλο σου στους έξω και τους μέσα κύκλους σου.

Δε σε ήθελα ποτέ τέλειο. Δε χρειαζόταν να μου πουλήσεις κανένα φύκι για μεταξωτή κορδέλα, έτσι κι αλλιώς για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, τις βαριόμουν κιόλας ώρες ώρες αυτές τις ιδεατές αναλύσεις σου. Δε χρειαζόμουν ούτε ψυχολόγο, ούτε ιεροκήρυκα, ούτε τιμωρό.

Σύντροφο σε ήθελα, σύντροφο στις καλές μου, σύντροφο και στις μαύρες μου. Να σου γκρινιάξω μες στα μούτρα κι αντί να μου κατεβάσεις το τηλέφωνο μαζί με είκοσι προσβολές, να με πάρεις μια αγκαλιά και να μου πεις πόσο με αγαπάς.

Και για μια τέτοια αγκαλιά θα πετούσα στη θάλασσα όλες εκείνες τις συγγνώμες που ποτέ δε μου είπες.

Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά