Η κλήση σας προωθείται. Παρακαλώ, αφήστε μήνυμα μετά το χαρακτηριστικό ήχο:

«Γεια. Τι κάνεις; Χαθήκαμε πάλι. Μου λείπεις. Το ξέρω είναι χαζό, αλλά σε σκέφτομαι συνέχεια. Ξυπνάω και κοιμάμαι μαζί σου κι ας μην είσαι εδώ. Αναλογίζομαι αν έκανες το πρωινό σου τσιγάρο κι αν ήπιες τον πρώτο καφέ της ημέρας, ποια ήταν η θέα σου κι αν πέρασα κι εγώ, έστω φευγαλέα, από τη σκέψη σου. Άλλαξε ο καιρός πάλι, εσύ κρυώνεις; Να προσέχεις με το αμάξι, μην τρέχεις. Πέρασε η ώρα και μάλλον σχολάς από τη δουλειά. Ξεκουράσου λίγο, όλο στο πόδι, θα εξαντληθείς. Έφαγες τίποτα; Έκλεισες λίγο τα μάτια σου; Τι σε έκανε να γελάσεις σήμερα; Ποιος σε μαύρισε; Χαλάρωσες στο μπάνιο; Σκέφτηκες να σε αγγίζω όπως σου άρεσε; Έπεσες για ύπνο; Έρχομαι. Θα σε δω στα όνειρα, εκεί λες πάντα όσα ξέρεις ότι θέλω να ακούσω και μπορούν να μπλέκονται τα κορμιά μας ξανά και ξανά και ξανά. Εκεί είμαστε μόνοι κι ελεύθεροι. Εκεί σταματάει ο χρόνος και δε βγάζει ποτέ κανείς από τους δυο μας μαχαίρι. Ξημερώνει πάλι. Σε σκέφτομαι. Έλα. Πάμε μια βόλτα. Μου λείπεις. Να προσέχεις.»

Έσταξες όνειρα. Φταίξανε τα τραγούδια. Τολμήσατε να κοιτάξετε πίσω από τις λέξεις. Ξεφύγατε λιγάκι από το παθητικά συνουσιασμένο σενάριο. Στρατιωτάκι, δε, εσύ σε όλα, μια ζωή, τελειομανής και με πηγαίες ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές στις οποίες γαλουχήθηκες, είπες κάπου όπα κι ως εδώ, στράβωσε το μυαλό σου, ξέχασες πώς μοιάζεις. Συνειδητοποίησες πόσο αδιάφορη είναι μια ζωή που δεν παρεκκλίνει ποτέ από τους τύπους. Αντιλήφθηκες ότι το γέλιο, ο έρωτας, η κάβλα, η ζωή βρίσκεται στις λοξοδρομήσεις και πως, ίσως, κάπου εκεί, χωμένος βαθιά στις εκτροπές σου, να κρύβεται κι ο αυθεντικός εαυτός σου, αυτός με τον οποίο ελπίζεις να έχεις κάνει ειρήνη μέχρι μοιραία να βρεθείς στην ολόδική σου πίστα με τον αρχηγό. Εκεί που κείτεται το είναι σου, που ξέρεις πως αν αγνοήσεις, θα το μετανιώνεις ως την τελευταία σου πνοή βλέποντάς το να σε κοιτά ηττημένο από μια γωνιά, τότε που όλες οι συγνώμες του κόσμου δε θα καταφέρουν να γυρίσουν το χρόνο πίσω για να νιώσεις πάλι τα πάντα από την αρχή.

Χείμαρρος η αλήθεια σου, που τελειωμό δεν έχει, τάραξε εκ βαθέων τα κάποτε ήρεμα νερά σας, εκείνα στα οποία τόσο καιρό επιδέξια κουμαντάρατε το ναυάγιό σας. Όμως, τα «σε θέλω», «σε χρειάζομαι» και «σε έχω ανάγκη» που τόλμησες -επιτέλους- να μοιραστείς, έπεσαν σε τοίχο, απάντηση καμιά, σιωπή. Μονάχα λίγα ίχνη στο σκοτάδι σου πέταξε κι εσύ στα τυφλά και με ματωμένα γόνατα μάταια τα αναζητούσες, γι’ άλλη μια φορά, φυσικά.

Αχ δύστυχή μου ψυχοσύνθεση. Τώρα κάθισε με το ζόρι εδώ σε τούτη την καρέκλα του θανατοποινίτη κι άκουσε καλά. Δε θα σου αρέσει η έγχυση αυτή της σκληρής πραγματικότητας, αλλά πρέπει να σου χορηγηθεί ενδοφλέβια, γυρισμό πια δεν έχει: Πέρασε και δεν ακούμπησε, τελικά, ήρθε και παρήλθε. Όλα εκείνα που πίστεψες ότι σας χώρισαν και καθιστούσαν αδύνατο το «μαζί», ήταν απλώς αποκύημα της καλπάζουσας φαντασίας σου, εκείνης που πιστεύει ακόμα στα ξωτικά.

Είστε δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι άνθρωποι που λίγο λείπει να αρχίσετε να επιχειρηματολογείτε αν είναι μέρα ή νύχτα κι αν είναι άνοιξη αφού μπήκε ο Μάρτης ή όχι επειδή δεν έχει επέλθει συγκεκριμένη ημερομηνία. Διαφωνείτε σχεδόν στα πάντα και προκαλείται διαρκώς ο ένας τον άλλον στήνοντας στο λεπτό αρένα για τους ομηρικούς καβγάδες σας. Αντιμετωπίζετε τους θρυλικά έντονους συναισθηματισμούς σας αλλιώτικα ο καθένας· ζεν εναντίον υπερανάλυσης, ένα αχτύπητο δίδυμο. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, τα τόσο σημαντικά, στο πρόσωπό του ενσαρκώνεται το μοναδικό άτομο που καταφέρνει πάντα και χωρίς δισταγμό να αναφλέγεται μέσα σου, πρώτα εγκεφαλικά και μετά να πυροδοτεί δελεαστικά σαρκικά πάθη, καταρρίπτοντας ακόμα και τους νόμους του χωροχρόνου.

Η αλήθεια, λοιπόν, είναι γροθιά στην ψυχή σου, ακριβώς στο σημείο εκείνο που επιζούν οι τόσες θύμησες, τα αμέτρητα πολλά υποσχόμενα κυανιούχα βλέμματα, όλες οι λέξεις και τα φιλιά που σε έκαψαν, σημαδεύοντας όσα είσαι, αφήνοντας μια πελώρια μαύρη τρύπα να ‘χεις να καμαρώνεις. Η μαύρη αυτή τρύπα, που ήταν κάποτε ο πυρήνας του γιγάντιου άστρου σας, φαίνεται να μην κλείνει κι αισθάνεσαι τη μόνιμη έλξη των ισχυρών βαρυτικών της δυνάμεων, γνωρίζοντας πως δεν έχεις την παραμικρή ελπίδα επιστροφής. Επειδή εσύ τραγουδούσες τον σκοπό εξαρχής κι εκείνος ο άνθρωπος άκουγε διαφορετικό ποίημα, ο ήχος της φωνής σου στο παραμικρό που τον ανακαλεί -και είναι τόσα πολλά- πάντα θα αποτελεί την πιο σπαρακτική μελωδία, εκείνης που σπάει λίγο πριν τη νεροποντή που ξεχύνεται από τα μάτια σου και πλημμυρίζει τα πάντα στο διάβα της, παρασέρνοντας τις αναμνήσεις και τα συναισθήματα στην ατέρμονη ροή της.

Κινούμενη άμμος ήσασταν, παραπάτησες κάποτε και βούλιαξες παράφορα. Δώσε λίγο χρόνο: Δώσε λίγο χρόνο να απασχοληθείς με κάτι άλλο μήπως και περάσει. Δώσε λίγο χρόνο μπας και σταματήσεις να σκέφτεσαι το άτομο αυτό κάθε δευτερόλεπτο της ημέρας. Δώσε λίγο χρόνο μήπως και μουδιάσεις. Μην ουρλιάξεις, μη φανεί. Μη δείξεις πόσο πονάς. Κρύψ’ το, πες πως ήταν άλλη μια πρόχειρη αγάπη. Πνίξ’ το. Θάψ’ το ανάμεσα στις τόσες ζωγραφιές που στολίστηκες. Μην προσποιείσαι άλλο. Μόνο σου το ζεις. Μην αισθάνεσαι. Σάμπως έτσι δεν είναι όλοι τους; Παγιδευμένοι στα σκοτάδια κάτω από τα συντρίμμια της ζωής τους; Γι’ αυτό σου λέω. Δώσε λίγο χρόνο. Του έρωτα οι παράλυτοι δε χορεύουν ποτέ· πολλοί περπατάνε όμως.

Συντάκτης: Αγγελική Λεωνόρα Λαμπροπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου