Η πατρίδα του καθενός, είναι το σπίτι του, η φωλιά του. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται σε κάποιους αυτό, έτσι είναι. Και δε χρειάζεται να επιβεβαιώσω εγώ αυτό το γεγονός, από τη στιγμή που το επιβεβαιώνουν χιλιάδες μετανάστες, είτε που διαμένουν στην Ελλάδα, είτε είναι Έλληνες του εξωτερικού.

Η πατρίδα είναι όπως οι γονείς. Πιθανόν να μην έχετε την καλύτερη σχέση, ίσως υπάρχουν πολλά στοιχεία που θα ήθελες να λειτουργούν διαφορετικά σε αυτήν, μπορεί κιόλας να είναι αρκετές οι φορές που εκνευρίζεσαι μαζί της και να θες να φύγεις μακριά, όμως όπου κι αν πας θα είναι πάντα στην καρδιά σου και πάντα θα την αποζητάς. Και όσο πιο πολύ καιρό παραμένεις μακριά, τόσο πιο έντονα θα μετράς τις μέρες για να την ξαναντικρίσεις.

Γιατί όπως και να το κάνουμε, σαν την πατρίδα σου δεν είναι πουθενά αλλού. Σίγουρα θα ανακαλύψεις και άλλα ωραία μέρη, μπορεί κιόλας να γνωρίσεις ανθρώπους σαν αυτούς του τόπου σου, όμως δεν είναι το ίδιο. Πατρίδα σου δεν είναι απαραίτητα το μέρος που γεννήθηκες ή ο τόπος που μεγάλωσες, αλλά εκεί που νιώθεις ότι ανήκει η ψυχή σου. Εκεί που το πνεύμα σου ηρεμεί και μέσα σου ξέρεις ότι θα ήθελες να ξυπνάς κάθε μέρα σε αυτόν τον τόπο. Στεναχωριέσαι πολύ όταν φτάνει η ώρα της αναχώρησης, όμως για να δώσεις δύναμη στον εαυτό σου λες μέσα σου πως θα επιστρέψεις, σφίγγοντας γερά την τσάντα που κρατάς, ώστε να μην ξεσπάσεις σε λυγμούς.

Τι συμβαίνει όμως όταν παύουν να ισχύουν τα προαναφερόμενα και πώς συμβαίνει αυτό; Όταν κάποιος διαμένει στο εξωτερικό, αρχικά ίσως είναι γεμάτος χαρά γι’ αυτό του το κατόρθωμα και κατακλύζεται από ενθουσιασμό για το καινούριο μέρος που επέλεξε να ζήσει, όμως όταν αυτά τα αισθήματα περάσουν, το πέπλο ξεδιπλώνεται και αναδεικνύεται η πραγματικότητα, η οποία τις περισσότερες φορές δεν φέρνει τίποτα άλλο παρά απογοήτευση.

Σίγουρα αυτή η εγκατάσταση προσφέρει αρκετά θετικά στοιχεία, διαφορετικά η απόφαση της μετακόμισης δε θα είχε παρθεί, όμως όσο περνάει ο καιρός αναζητάς κάποια πράγματα που δεν μπορείς να βρεις εκεί. Αποζητάς ομιλίες, φαγητά, τραγούδια, μέχρι και μυρωδιές που να σου θυμίζουν το μακρινό σου σπίτι. Ίσως καταφέρνεις να βρεις πανομοιότυπες συνθήκες, αλλά μάταια, αφού ο εαυτός σου δεν ξεγελιέται. Γιατί ο εαυτός σου ξέρει καλύτερα και δεν μπορείς να κρυφτείς από εκείνον. Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, μπαίνεις σε μία άλλη κατάσταση, κατά την οποία λαχταράς όλο και περισσότερο την πατρίδα σου.

Δυστυχώς όμως όταν φτάνει η ώρα της επιστροφής στην πολυπόθητη Ιθάκη, τα πράγματα δεν είναι όπως ανέμενε ο ταλαιπωρημένος ταξιδιώτης μας. Όλα έχουν αλλάξει, ο τόπος του, οι φίλοι του, το σπιτικό του, μόνο η οικογένεια ίσως παραμένει ίδια, όμως κατά κύριο λόγο, τα πάντα ρει, και είναι μεγάλο σοκ να συμβαίνει αυτό στο μέρος που κάποιος άλλοτε ταξίδευε και ηρεμούσε το μυαλό του.

Πλέον δεν υπάρχει τίποτα που να σε κρατάει εκεί, όμως το πιο τραγικό είναι ότι τώρα πια νιώθεις ξένος στην κάποτε πατρίδα σου. Το μέρος που κάποτε λαχταρούσε η καρδιά σου, σε αφήνει αδιάφορο και δε σου δημιουργεί κανένα συναίσθημα πέρα από κενό. Παράλληλα, δεν υπάρχει τίποτα που να σε δένει ούτε με τον τόπο διαμονής σου, καθώς όλα γίνονται μηχανικά και επαναλαμβανόμενα στο πρόγραμμα της ρουτίνας. Έτσι βιώνεις μία πρωτόγνωρη κατάσταση, για την οποία κιόλας δεν είσαι σίγουρος σε ποιον να ανοιχτείς, φοβούμενος μη σε κατακρίνουν, χαρακτηρίζοντάς σε υπερβολικό. Χωρίς καθόλου υπερβολές όμως, η πλειοψηφία των ατόμων που έχουν χάσει την επαφή με την πατρίδα τους, τείνουν να είναι μοναχικοί, λιγομίλητοι και δεν είναι λίγες οι φορές που παρουσιάζουν συμπτώματα κατάθλιψης.

Άκου να δεις, εμείς οι  «χωρίς πατρίδα…», μου έλεγαν και μου λένε κάθε φορά που ανταμώνω κάποιον από αυτούς. Είναι ανατριχιαστικό αν συλλογιστείς ότι διαφορετικοί άνθρωποι, από διαφορετικά μέρη, που δεν έχουν γνωριστεί ποτέ μεταξύ τους, έχουν όλοι τα ίδια χαρακτηριστικά που προδίδουν τη θέση τους: μελαγχολικό βλέμμα, δυνατό γέλιο και σε κάθε πρόταση το ίδιο ρητό. «Εμείς, οι χωρίς πατρίδα».

Συντάκτης: Ειρήνη Πολυτάκη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.