Μάτια καστανά, γαλάζια, πράσινα, μεγάλα ή μικρά. Ό,τι χρώμα και σχήμα κι αν έχουν, δεν κρύβουν το συναίσθημα. Κοιτώντας κάποιον στα μάτια μπορείς να καταλάβεις όλη του την ψυχοσύνθεση. Κοιτώντας κάποιον στα μάτια θα ερωτευτείς, θα αγαπήσεις, θα κάνεις όνειρα, θα ανταλλάξεις τις μεγαλύτερες και πιο σημαντικές κουβέντες, θα νιώσεις τη χαρά του, τη λύπη και το φόβο του, τη ντροπή του. Τι γίνεται όμως όταν χάνεις αυτή την τόσο δυνατή επαφή, την οπτική επαφή και τα μάτια απέναντι σου δεν τολμούν, δεν έχουν τη δύναμη να αντικρίσουν τα δικά σου; Τι σημαίνει όταν ο άνθρωπος απέναντί σου δε σε κοιτά στα μάτια;

Έχεις απέναντί σου τον καλό σου. Εκείνον τον «έρωτα με την πρώτη ματιά». Εκείνη τη ματιά που σας μετέφερε στο δικό σας σύννεφο και μείνατε για πολύ καιρό μέχρι που κάποιος, κάτι σας έκανε να χαμηλώσετε το βλέμμα και να χάσετε αυτή τη χημεία και το σπινθηροβόλημα. Κάτι μπήκε στη μέση και μείωσε τη δύναμη του συναισθήματος με αποτέλεσμα να μιλάτε χωρίς να μπορείτε να δείτε πια την ψυχή μέσα απ’ τα μάτια. Μπορεί να επανέλθει αυτό άραγε; Γίνεται να βγάλεις από τη μέση αυτό που σ’ εμποδίζει να δεις καθαρά μέσα στα μάτια; Μήπως δε θέλεις εσύ να σηκώσεις το κεφάλι και να τον/την αντικρίσεις για να μη δει τις πραγματικές σου σκέψεις;  Ή απλώς χάθηκε αυτή η ενέργεια και ξεφούσκωσε το συννεφάκι;

Έχεις απέναντί σου εκείνον που ποθείς  και από τη μεριά σου είναι σίγουρα «έρωτας με την πρώτη ματιά». Εκείνος δεν το ξέρει όμως. Από τη δική του πλευρά είστε φίλοι. Μάλλον. Δεν είσαι σίγουρος, γιατί δεν τολμάς να τον κοιτάξεις όταν σου μιλάει -από φόβο και ντροπή μη σε καταλάβει. Λες και στα μάτια μας γράφονται λέξεις. Πιστεύεις πως αν τον κοιτάξεις θα προδοθείς. Θα καταλάβει πως είσαι ερωτευμένος και θα αποκαλυφθούν όσα νιώθεις. Και πάλι όμως. Όταν δεν τον κοιτάς πάλι προδίδεσαι. Φαίνεται πως κάτι κρύβεις. Ο έρωτας και ο βήχας δεν κρύβονται εξάλλου.

Δεν έχεις αυτοπεποίθηση. Δε μπορείς να κοιτάξεις σχεδόν κανέναν στα μάτια. Θαρρείς θα φανείς λάθος. Δεν κοιτάς σταθερά και για πολλή ώρα όποιον βρίσκεται απέναντί σου -είτε είναι φίλος είτε συνάδελφος είτε ανώτερός σου. Κάποιες φορές υποδηλώνει σεβασμό και άλλες ένα είδος ντροπής. Νιώθεις κατώτερος και το δείχνεις. Κανείς όμως δε θέλει να έχεις σκυμμένο το κεφάλι, αλλά να φέρεις το βλέμμα σου στην ίδια ευθεία μ’ εκείνον που σου απευθύνεται, γιατί έτσι θα νιώσεις κι εσύ πως μετράς και θα σε υπολογίζουν.

Βαριέσαι. Βαριέσαι να δώσεις προσοχή και δεν εκτιμάς τον συνομιλητή σου. Δεν έχεις καμία διάθεση να τον ακούσεις και το δείχνεις με τον πιο απλό τρόπο. Όχι όμως και τον πιο ξεκάθαρο. Με αυτό τον τρόπο τον μειώνεις και δείχνεις την αδιαφορία σου απλόχερα. Not fair. Απλώς πες ότι βαριέσαι ή απέφυγε τη συζήτηση μαζί του.

Οι περιπτώσεις άπειρες και κάθε φορά για διαφορετικό λόγο. Αποφεύγεις να κοιτάξεις τον άλλον, γιατί δε θέλεις να μιλήσεις. Γιατί δε θέλεις να καρφωθείς. Γιατί ντρέπεσαι, φοβάσαι ή κρύβεις κάτι. Νιώθεις αμηχανία και πως τα μάτια σου θα τα πουν όλα. Γιατί ως γνωστόν είναι πολλές οι φορές εκείνες που δε χρειάζεται να μιλήσεις και αρκεί ένα βλέμμα. Αρκεί η οπτική επαφή για να καταλάβει ο άλλος τα πάντα χωρίς να χρειαστεί να πεις ούτε μια λέξη. Αρκεί να σκύψεις το κεφάλι για να καταλάβει κάποιος το φόβο σου ή την αδυναμία σου.

Στα μάτια κρύβεται η ψυχή μας και η δύναμη της οπτικής επαφής είναι αναντικατάστατη. Όπως και ο εσωτερικός μας κόσμος. Τον αποκαλύπτεις εκεί που θέλεις και τον κρύβεις ταυτόχρονα. Δεν είναι εύκολο για όλους να διαβάζουν τα μάτια σου, μη φοβάσαι. Για κάποιους είναι κριτήριο του χαρακτήρα και για κάποιους άλλους απλώς μάτια. Αν προσέξεις όμως λίγο καλύτερα τα μάτια ενός ανθρώπου μπορείς να δεις την ευτυχία και τη δυστυχία του. Την ασφάλεια και την ανασφάλειά του. Πρόσεχε τα μάτια του και θα καταλάβεις ποιον άνθρωπο έχεις απέναντί σου πριν καν σου μιλήσει.

Συντάκτης: Βανέσσα Ζαφειροπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.