Δε θα πας πουθενά. Είσαι παντού. Τι κι αν δε ζούμε μαζί. Ζεις μέσα μου, ζεις μέσα από μένα, σε κουβαλάω στις σκέψεις μου, στις αναμνήσεις μου. Το παρόν μου έχει ουσία γιατί πηγάζει απ’ το κοινό μας παρελθόν. Διαβάζω όσα κάποτε μου ‘χες γράψει, κοιτάζω παλιές φωτογραφίες και βρίσκομαι πάλι εκεί, σε όσα βίωσα κοντά σου.

Έλα να βγούμε, να τα πιούμε, να μεθύσουμε κι ύστερα ας χαθείς ξανά. Ένα τελευταίο βράδυ, μόνο εμείς οι δυο. Μόνο μια τελευταία συνάντηση κι ας χαθείς πριν ξημερώσει. Δε θα το πω σε κανέναν. Δε θα σε φανερώσω. Δε χόρτασα τα φιλιά σου, ήθελα να σε ζήσω λίγο περισσότερο. Πόσο θέλω να σ’ αγγίξω, να νιώσω το κορμί σου, να ‘χω τη γεύση σου στο στόμα μου.

Σύντομη η πορεία σου εδώ, κανείς δεν ξέρει γιατί και πώς χαθήκαν όλα. Άδικο το τέλος, λένε, οι κοινοί μας φίλοι και γνωστοί. Όλοι τους μου μιλάνε με ενδιαφέρον και συμπόνια για να μου δώσουν κουράγιο. Βαρέθηκα να μου χαϊδεύουν τ’ αυτιά. Νομίζουν πως μέσα απ’ τα λόγια τους θα βρω παρηγοριά.

Πάει καιρός που έπαψα να τους ακούω. Δεν τους δίνω σημασία. Άλλωστε, ποτέ μου δεν τους ζήτησα τη βοήθεια που νομίζουν πως μπορούν να προσφέρουν. Δε θέλω κανέναν τους. Φορώ τη μάσκα του «είμαι καλά» και τους αποφεύγω ευγενικά. Μόνο η σκέψη σου μου δίνει δύναμη. Εσύ ήσουν, είσαι και συνεχίζεις να είσαι το όνειρό μου. Τι ειρωνεία να σ’ ανταμώνω μόνο όταν κουράζονται τα μάτια μου κι αποκοιμιέμαι.

Δε θα κρατήσω τη δήθεν, γαλήνια όψη που είχε το πρόσωπό σου την τελευταία φορά που σ’ αντίκρισα. Θυμάμαι πως ήσουν ανέκφραστος, δεν ήσουν εσύ. Παγωμένος και ξένος. Όχι, μάτια μου, δεν ήσουν εσύ. Ένα σίγουρο ψέμα ήταν το όλο σκηνικό του αποχαιρετισμού. Έπειτα, μαύρισαν όλα.

Μ’ αγάπησες, υπάρχει ακόμη η αγάπη σου, το ξέρω. Κάποιες φορές, αισθάνομαι την αύρα σου. Δεν είναι άλλη μια ψευδαίσθηση, σε νιώθω. Πόσο με πονάει που λείπεις. Να το πάρω απόφαση πως πάντα θα με πονά η απουσία σου; Να συμφιλιωθώ με την πραγματικότητα για να μην τρελαθώ; Όχι, άσε με να τρελαίνομαι για να σε βλέπω μες τις παραισθήσεις.

Δε θα πας πουθενά. Μ’ ακούς; Το ξέρω πως μ’ έναν περίεργο τρόπο, μ’ ακούς. Αφού δε φεύγεις από μέσα μου, δε φεύγεις από εδώ. Περνάει γρήγορα ο καιρός και η κατάσταση δεν αλλάζει. Μόνο τα μαλλιά μου άλλαξαν. Οι λευκές «ανταύγειές» μου, όσο πάνε και πληθαίνουν. Αποφεύγω να κοιτάζω το είδωλό μου στον καθρέφτη. Ώρες-ώρες με τρομάζει αυτή η θλίψη κι ύστερα σκουπίζω τα μάτια μου και γεμίζω τις ώρες με ανούσιες ασχολίες.

Δε γίνεται να σε φέρω πίσω κι έτσι γυρίζω το μυαλό μου στα περασμένα για να σε συναντήσω. Προσπαθώ να θυμηθώ με κάθε λεπτομέρεια, όσα ζήσαμε μαζί. Όσα συνέβησαν, όλα όσα λέγαμε πως θα κάναμε κάποια στιγμή. Γιατί μ’ άφησες να ταξιδεύω, δίχως τη συντροφιά σου, με δεμένο το κορμί μου εδώ;

Μα, τι ρωτάω; Λες και θα μου δώσεις μια απάντηση! Άλλος ένας χρόνος έφτασε στο τέλος του και η σιωπή σου φεύγει μαζί του. Οι γιορτές των Χριστουγέννων μοιάζουν με το πένθος των πιστών της Μεγάλης Εβδομάδας. Τι κι αν είναι στολισμένη όλη η πόλη με φωτεινά λαμπάκια αφού εσύ, το φως μου, απουσιάζεις.

Θλιμμένα δειλινά και μοναχικά βράδια. Σαν τίτλος βιβλίου ακούγεται. Σαν ένα βιβλίο που θα έγραφα μόνο αν μπορούσες να το διαβάσεις. Ό,τι να ‘ναι λέω, ό,τι να ‘ναι κάνω. Μήπως και τα λουλούδια που σου αφήνω πότε-πότε στα κρυφά, τα μυρίζεις; Όχι, βέβαια. Ούτε καν τα βλέπεις. Μένουν εκεί, στα κρύα μάρμαρα, μαραίνονται κι έπειτα τα σκορπά ο αέρας.

Απόψε θέλω να σ’ ονειρευτώ, όπως θέλω εγώ. Να με καθησυχάσεις και να μου δώσεις ένα χάδι. Αυτό να είναι το δώρο μου για φέτος. Μια μαγική στιγμή, στα όνειρα μαζί σου. Μια καληνύχτα κι ένα χαμόγελο από τα χείλη σου, μου αρκεί.

«Τι να γράψει κανείς, πώς να βάλει φωτιά μ’ ένα πάθος βουβό ή μια άγουρη ζήλια; Μια καμένη φωνή προκαλεί ξενιτιά που να φτάσει το δάκρυ παρά μόνο στα χείλια.»

Συντάκτης: Αγγελική Κατσουλίδη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου