Τις ήθελε εκείνες τις τρεις παραπάνω ώρες ύπνο που δε συνέβησαν ποτέ για να διαβάσει μαζί σου το κεφάλαιο του ΑΟΔΕ που δεν ήξερες καλά και φρίκαρες στις τρεις το χάραμα γι’ αυτό. Τις ήθελε και τις ήρεμες διακοπές αραχτή στην παραλία, που δε συνέβησαν ποτέ γιατί έτρεχε από πίσω σου να σου κάνει μια μόνιμη φυσική σκιά γιατί εσύ ήσουν πολύ κουλ για να φορέσεις καπέλο. Και το τελευταίο κομμάτι γλυκό το ήθελε, αλλά το πήρες εσύ κι ας είχες φάει ήδη τρία.

Δεν ήθελε τις τσιρίδες σου για την μπλούζα που είναι στ’ άπλυτα και «τι θα φορέσεις τώρα», ενώ είχες άλλες δεκαπέντε φρεσκοσιδερωμένες στην ντουλάπα σου. Δεν ήθελε με τίποτα την ανησυχία και την αγρυπνία του καναπέ όσο εσύ τα έπινες έξω και είπες πως θα γυρίσεις στις δώδεκα, μα είχε πάει τρεις και ήσουν πολύ μεγάλος για να τηλεφωνήσεις. Αυτά τα κάνουν μόνο οι ξενέρωτοι. Δεν ήθελε να σε βλέπει να καπνίζεις κι ας το υπέμενε για να πιει έναν καφέ μαζί σου στο μπαλκόνι Ιανουάριο μήνα μέσα στο κρύο γιατί «έτσι μόνο αξίζει ο καφές».

Δεν άντεχε να σε βλέπει να κλαις, το έπαιζε δυνατή μπροστά σου και σου έλεγε να πάρεις τα πάνω σου, μα κλείνοντας την πόρτα του δωματίου σου τα έμπηγε κρυφά στη γωνία για να μη τη δεις να λυγίζει. Κάθε φορά που χώριζες, χώριζε μαζί σου, κάθε φορά που αγχωνόσουν, εκείνη το πάθαινε εις διπλούν, κάθε φορά που έβλεπε να χάνεις έστω και λίγη ζωή, ήθελε να σου δώσει από τη δική της. Κι αν μπορούσε, θα το έκανε.

Εκείνη. Ο πιο πιστός εχθρός σου στην εφηβεία, ρόλος που δέχτηκε με χάρη για να μπορείς να ξεσπάς. Εκείνη, ο πιο μεγάλος σου θαυμαστής που όμως πάντα σνόμπαρες λιγάκι κι ήθελες να παραμείνει κρυφός. Εκείνη που όλα τα έκανε στην αφάνεια, γιατί ποιος τολμάει να πει πως η μαμά του βοήθησε για να γίνει η δουλειά; Εκείνη που όταν μάλωνες με τον πατέρα σου, έφερνε τον πυροσβεστήρα να σβήσει τη φωτιά κι ας ήθελε να σας σπάσει τα κεφάλια. Εκείνη που στο δεύτερο χτύπο μιας κλήσης σου, έχει ήδη απαντήσει λαχανιασμένη γιατί έτρεξε για να το σηκώσει.

Η πρώτη σου λέξη, ο πρώτος σου συγκάτοικος, η πρώτη φωνή που ακούς στη ζωή σου, η πρώτη πηγή τροφής που λαμβάνεις, η πρώτη αγκαλιά που δέχεσαι, το πρώτο βλέμμα που αντικρίζεις. Είμαστε οι μητέρες μας. Μη μας θυμώσετε μπαμπάδες. Όλη η ύλη, όλος ο πλανήτης, κάθε τι γύρω μας και δίπλα μας, γεννήθηκε από μια μήτρα, τράφηκε από μια μητέρα, έζησε επειδή εκείνη το αποφάσισε. Σκέψου πόσες φορές εκείνη στάθηκε υπεύθυνη που εσύ τώρα αναπνέεις. Κι όμως, χωρίς ίχνος εγωισμού, δεν το περηφανεύεται ποτέ, μένει αφανής ήρωας στην άκρη όσο εσύ κοκορεύεσαι για τα τρανά και σπουδαία επιτεύγματά σου.

Κι η λέξη της, τόσο απλή, τόσο εύκολη, δυο μόνο συλλαβές, λες κι είπαμε να φτιάξουμε μία, που να μπορούμε να τη λέμε χωρίς δόντια, μέσα στα κλάματα, να μη ζοριζόμαστε να την προφέρουμε. Και τον δέχτηκε τον τίτλο της «μαμά», αρκεί που έβγαινε από το στόμα μας.

Να σου πω κάτι; Και το χρόνια πολλά σήμερα το θέλει. Δε θα το ζητήσει, μα το θέλει. Ούτε θα θυμώσει αν δεν της το πεις. Όπως δε θύμωσε τότε που φώναξες για την μπλούζα σου, όπως δε θύμωσε που εσύ έφαγες τρία κομμάτια γλυκό κι εκείνη κανένα, όπως δε θύμωσε όταν της είπες για εκατοστή φορά «έλα ρε μαμά, παράτα μας». Γιατί ήταν, είναι και θα είναι ο άνθρωπός σου. Γι’ αυτό τράβα να της κάνεις μια αγκαλιά κι αν δεν μπορείς, το κινητό σου είναι δίπλα κι ο αριθμός της γνωστός. Δυο χτύπους θα κάνει και θα το έχει ήδη σηκώσει. «Έλα παιδάκι μου, καλημέρα.»

Χρόνια σας πολλά μαμάδες. Ο κόσμος αυτός σας ανήκει δικαιωματικά.

 

Έλενα, μαμά, για σένα.

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου