Σήμερα θα κατεβάσω τα Χριστουγεννιάτικα από το πατάρι.

Θα γκρινιάξει η μάνα μου να μην πετάω τις σακούλες στο πάτωμα και πως τα κλαδιά του δέντρου έχουν μπερδευτεί και δεν ξέρουμε ποιο πάει που.

Θα ακούμε χριστουγεννιάτικα τραγουδάκια από παιδικές χορωδίες γιατί αρέσουν μόνο σε εκείνη, παρόλο που τα σιχαινόμαστε οι υπόλοιποι.

Και θα είναι όλα ίδια, όλα με μια ψυχαναγκαστική χαρά, γιατί έτσι θα επιλέξεις να τα δεις.

Το Σάββατο είχε πορεία στο κέντρο, μα εγώ έβαζα την τέταρτη σειρά λαμπάκια στο δέντρο, πίνοντας καφέ.

Την ίδια μέρα, που η φίλη μου λιποθύμησε μέσα στον όχλο επειδή δεν μπορούσε να αναπνεύσει από τα χημικά, έχασε τα παπούτσια της και κλείστηκε σε ένα μικέλ για να μπορέσει να συνέλθει.

Την ίδια στιγμή που εγώ σιγοτραγουδούσα για χιόνια και κάλαντα, ένα παιδί 21 χρονών πέθαινε από την πείνα, γιατί το έπνιγε το δίκιο. 

Ένας άντρας, ίσως κι άλλος ένας, έσπαγε μια βιτρίνα και χάνονταν στην ανωνυμία τους.

Την ίδια ώρα που εγώ επέλεγα να έχω μάτια και αυτιά κλειστά, ο κόσμος γύρω μου ζούσε μια μικρή κατάρρευση.

Πολλά χέρια ήταν ενωμένα, σηκωμένα ψηλά, φωνές άγγιζαν τον ουρανό από ένταση για δικαιώματα και αξίες που είχαν από καιρό χαθεί, μα κάποιος επιτέλους βάλθηκε να τα διεκδικήσει. 

Ήταν και κάτι άλλα χέρια, που σηκώθηκαν για να κατέβουν με δύναμη πάνω σε σώματα και κεφάλια. Κάτι άλλα μάτια που έσταζαν μίσος, γιατί δεν άντεχαν να ακούν και να βλέπουν τόση αλήθεια μαζεμένη.

Μα εμένα, τα δικά μου τα χέρια ήταν καρφωμένα σε φανταχτερά στολίδια και σκονισμένες κούτες.

Και οι φωνές τους δεν με άγγιζαν, τα συνθήματά τους δεν έφταναν μέχρι εμένα.

Κι αν εγώ ήμουν στον κόσμο και τα λαμπιόνια μου, εκείνοι ήταν όλοι μαζί. Και με το τίποτα, έφτιαξαν ένα πελώριο κάτι, πιο όμορφο και λαμπερό από κάθε στολίδι που έχεις δει ποτέ.

Είναι ίσως που ακόμα και τα Χριστούγεννα, τα έχουμε μετατρέψει σε μια τεράστια κακόγουστη καρικατούρα κι έτυχε τα φετινά, να μοιάζουν ακόμη περισσότερο με φιάσκο.

Μα βρες μου εσύ πιο δυνατό φως, από τα μάτια εκείνης της κοπέλας στην πορεία, που κάθε της βήμα ξεχείλιζε αγάπη.

Βρες μου μεγαλύτερη ομορφιά από δυο χέρια που σε σηκώνουν για να μην χτυπήσεις, μια αγκαλιά που θα σε κλείσει για να μην τρομάξεις, το φαγητό σου που μοιράζεσαι κι ας είναι όλο κι όλο μια μπουκιά.

Δώσε μου κάτι πιο μεγαλειώδες, από το βλέμμα ανακούφισης της μάνας του 21 χρονών, νέου, που μετά από ένα μήνα, πήρε μια ανάσα κανονική, γιατί θα μπορέσει να του ξαναπεί «καλά Χριστούγεννα».

Φέτος θα φτιάξω ένα στολίδι χωρίς γιρλάντες και θα το κρεμάσω στην πλατεία.

Θα είναι απλό μα ταυτόχρονα απόλυτα πλήρες και θα φωνάζει πως αν γλυτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα.

Καλά μας Χριστούγεννα.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου