Είναι μια ώρα της ημέρας όπου όλα είναι επιτρεπτά.

Όπου τίποτα δεν είναι λάθος και οι τελευταίες ευκαιρίες γίνονται βουτιές από τα τριακόσια μέτρα χωρίς αλεξίπτωτο.

Είναι πολύ αργά τη νύχτα, ή πολύ νωρίς το πρωί.

Είναι η στιγμή που αν μπορούσες να δεις την πόλη από ψηλά και να ακούσεις τα πάντα, θα ακούγες μία προς μία τις φωνές των ανθρώπων:

Μου λείπεις.

Σε θέλω. Πολύ.

Σε χρειάζομαι.

Δεν είμαι καλά.

Θα ‘ρθεις;

Είναι εκείνη η κλήση της κολλητής σου όταν η ώρα είναι τέσσερις κι εσύ ξέρεις πως μόλις έσπασε η μάσκα που φορούσε όλη μέρα, παριστάνοντας πως δεν την ένοιαξε που τον ξαναείδε.

Είναι το δικό σου χέρι που πληκτρολογεί ένα μήνυμα που έχεις σκηνοθετήσει την κάθε λεπτομέρεια του, μα θα σταλεί όταν οι πρώτες ακτίνες του ηλίου θα αρχίσουν να αχνοφαίνονται.

Είναι εκείνα τα θερινά μπαλκόνια όταν όλη η παρέα έχει πέσει για ύπνο κι εσύ έχεις απομείνει με ό, τι περίσσεψε από το κρασί, λέγοντάς του τις μεγαλύτερες αλήθειες σου, τα πιο βαθιά σου μυστικά.

Εκείνα τα παγκάκια που ξεμένεις μετά τα βραδινά ξίδια, έχοντας στον ώμο σου κάποιον φίλο που δεν την πάλεψε και πάλι απόψε, ή θα είναι το δικό σου κεφάλι σε κάποιον άλλο ώμο, για να μιλήσει για τις δικές σου ατέλειωτες ιστορίες που σε τσάκισαν.

Το ξημέρωμα είναι ένα άτυπο εξομολογητήριο. Είναι εκείνη η ώρα που όλα είναι πιο απλά.

Είναι το μυαλό που λέει δε γαμιέται, θα μιλήσω. Ίσως γιατί δε θέλουμε να αφήσουμε άλλη μια μέρα να περάσει χωρίς να το έχουμε κάνει. Ίσως γιατί είναι εύκολο να αναβάλλεις τα συναισθήματά σου, όταν η μέρα κυλάει και έχεις άλλα εκατό πράγματα να προλάβεις.

Μα το βράδυ, αργά το βράδυ, έρχονται να σε εκδικηθούν, να σε φέρουν αντιμέτωπο με ό, τι προσπαθούσες να αποφύγεις.

Είναι σχεδόν ιεροτελεστικό, καθώς όλος ο θόρυβος μετατρέπεται σε μια σιγή, σχεδόν γαλήνη, για να ακουστούν καλύτερα οι ψίθυροι που θα λένε τις αλήθειες τους.

Ξημέρωμα είχα πει το πρώτο μου σ’ αγαπώ. Λες και οποιαδήποτε άλλη στιγμή θα έχανε λίγη από τη μαγεία του.

Ξημέρωμα ανακάλυψα ποια είμαι, σε ένα μπαλκόνι με ένα ποτήρι φτηνό κακόγευστο κρασί. Ξημέρωμα ήταν όταν έφτιαξα κοινά όνειρα, όταν έμαθα μεγάλα μυστικά, όταν βρήκα για κάτι να παλεύω.

Άλλωστε οι αλήθειες δεν χωράνε στον ήλιο. Είναι τόσο φωτεινές από μόνες τους, που το μόνο που θέλουν είναι ησυχία για να μπορέσουν να ξεδιπλωθούν.

Περίεργες ιστορίες οι άνθρωποι. Σπαταλάμε τις μέρες μας κρύβοντας όλα αυτά που θέλουμε να πούμε κι αφήνουμε τα βράδια μας να αποκαλύψουν αυτά που με τέχνη βάζαμε στην άκρη.

Μα αν απόψε βρεθείς κάπου στο δρόμο το ξημέρωμα, κράτα για λίγο την ανάσα σου κι αφουγκράσου.

Σίγουρα θα υπάρχει κάπου κοντά σου ένα μπαλκόνι, που θα ξεδιπλώνει τις αλήθειες του, για να φτιάξει τη δικη του φωνή μέσα στη νύχτα.

Κι αν πει σ’ αγαπώ, χαμογέλα.

Κάποιος αυτό το ξημέρωμα, τόλμησε να το πει.

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου