«Μα καλά, δε σέβεσαι καθόλου τον εαυτό σου; Γιατί τʾ ανέχεσαι όλα αυτά;» , λένε οι κολλητοί και ξεφυσάνε όλοι μαζί γύρω απʾ τον καναπέ σου. Σου μιλάνε γλυκά, σε συμβουλεύουν πατρικά, σε βρίζουν φιλικά στο τέλος κάθε δακρύβεχτης ιστορίας σου, μπας και ξυπνήσεις, επιτέλους, και φύγεις.

Να φύγεις. Να μαζέψεις τα μπογαλάκια σου και να πας μακριά, στου διαόλου την άκρη, να γλιτώσεις απʾ αυτό το τσίρκο που σε διαπομπεύει.

Να σώσεις την ψυχούλα σου απʾ την ανήθικη ξεφτίλα που της έχει επιβάλλει ο δήθεν έρωτάς σου. Να πάψεις να δικαιολογείς τις αρνήσεις του, τα ψέματά του και τις αρνήσεις του.

Να βρεις επιτέλους το κουράγιο να ξεστομίσεις πως δε σ’ αγαπάει αλλά σε διαφεντεύει, πως δε σε νοιάζεται παρά μοιράζεται τριγύρω, ακόμα και μπροστά σου.

Με τέχνη αυτός ο αλήτης ο έρωτάς σου σε ξηλώνει. Κλωστή-κλωστή μαδάει, κάθε μέρα, ό,τι έχει απομείνει απʾ τʾ απόθεμα του χαμόγελού σου.

Σε παίζει στα χέρια του άδικα και βάναυσα, σαν να είσαι μία σφαίρα. Ποτέ όμως δε σʾ οπλίζει μέσα στη θαλάμη, γιατί ποτέ δε σε έχει πραγματικά ανάγκη. Απλά περνάει την ώρα του και ξοδεύει τις μέρες του μαζί σου. Ποτέ δεν επενδύει, δε δίνεται, δεν είναι εκεί για σένα.

Όταν δεν έχεις χρόνο σʾ αναζητά, μα όταν είσαι διαθέσιμη για ʾκείνον, εξαφανίζεται. Δε σου απαντά, δεν ανταποκρίνεται κι εσύ, μάταια, ψάχνεις κρυμμένα νοήματα στις λέξεις.

Μόνη σου γεννάς σενάρια μʾ ευτυχισμένο τέλος, μόνη προβάρεις, δήθεν, ευτυχίες. Μόνη ξεμένεις τα Σαββατόβραδα, που εκείνος πνίγεται στα σφηνάκια με τους φίλους  του, εκείνους που σε συμπονούν.

Καμιά φορά οι ίδιοι εκείνοι φίλοι του, στην όψη της κομματιασμένης σου αγάπης, λυγάνε, γίνονται προδότες και σου ψιθυρίζουν συνωμοτικά «δε σου αξίζει ρε». Αλλά εσύ δεν φεύγεις. Βουλιάζεις μέσα στην αδικία κι ασφυκτιάς. Ψελλίζεις ένα «μα γιατί;» και πίνεις.

Ακόμα δεν έχεις φύγει. Γιατί δεν έφυγες τις προάλλες; Αφού σου είπε «κάνε ό,τι θες» και κοιτούσε αδιάφορα απʾ την άλλη. Πάλι τα ίδια εσύ! Άρπαξες  τις καλύτερές σου ψευδαισθήσεις απʾ το συρτάρι  και ξεκίνησες, ξανά, την αναξιοπρεπή προσπάθειά σου νʾ αγγίξεις την καρδιά του.

Έχεις στα χέρια σου δεκάδες αποδείξεις που ενοχοποιούν το σαθρό έρωτα που ζεις κι εσύ κάθεσαι και κλαις. Κοσκινίζεις τον πόνο μέσα από βραχνά τραγούδια και μιζεριάζεις κάθε δεύτερη νύχτα.

Αν έχει κέφια, σʾ ανεβάζει, ψηλά, στα σύννεφα. Όμως, πριν προλάβεις να πάρεις ανάσα, σκας κάτω δυνατά στο χώμα με κρότο αποτυχίας. Ναι, συμφωνώ πως αξίζουν όλες εκείνες οι στιγμές που σου κόβουν την ανάσα. Αρκεί μόνο να είναι αληθινές.

Ακόμα δεν έφυγες. Μόνο οι ευκαιρίες φεύγουν και σε προσπερνούν. Μόνο οι μήνες κυλούν αποφασιστικά και σε βρίσκουν να χάνεις το μυαλό σου.

Ακόμα δεν έπαψες να νομίζεις ότι «δεν μπορεί, κατά βάθος νιώθει κάτι». Κανένα βάθος και καμία διάσταση δε θα χωρούσαν την αδιαφορία που σε ταϊζει κάθε μέρα.

Γιατί αναβάλλεις τη φυγή σου;

Σε κλωτσάει μακριά του, όπως ο μεθυσμένος την άδεια, πλέον, μπίρα και «σʾ αδειάζει», όταν του γουστάρει σε κάτι βρώμικες γωνίες.

Δεν υπάρχει «δεν μπορώ να φύγω». Όχι, δεν είναι αγάπη αυτό που νιώθεις. Είναι υποτέλεια, είναι εξάρτηση, είναι φόβος. Έχεις κολλήσει σε μια λακκούβα γεμάτη λασπωμένο πάθος.

Είναι τρομακτικό κι αδιανόητο να σκέφτεσαι πως θα τον απαρνηθείς, το ξέρω. Στο μυαλό σου όλες οι θυσίες αξίζουν, προκειμένου να βρεθείς, γιʾ άλλη μια φορά, στην αγκαλιά του. Τα πόδια σου κόβονται, όταν τον συναντάς.

Ίσως τελικά πήρες την απόφαση να φύγεις, ίσως κι όχι.

Αν όμως το τόλμησες, θα έχεις ήδη καταλάβει πως πλέον δε χαμογελάς απλώς, όπως όταν σου έλεγε το κρύο του αστείο. Τώρα γελάς με την ψυχή σου όταν θυμάσαι τι βλάκας ήσουν. Απορείς με τον εαυτό σου, δεν αναγνωρίζεις την ντροπιαστική σου ανοχή και ελεεινή επιμονή. Καμιά φορά ακούς τυχαία εκείνα τα βραχνά τραγούδια και σε πιάνουν γέλια νευρικά, ξεκουρδισμένα.

Κι αν ποτέ γυρίσει η γη πιο γρήγορα και πέσετε ο ένας πάνω στον άλλο, άσε την αίγλη του μακαρίτη έρωτά σου να σε τινάξει για λίγο στον αέρα και αμέσως μετά ξεκίνα πάλι να φεύγεις.

Συντάκτης: Αμάντα Πατσοπούλου