Ναι, αυτό ακριβώς συμβαίνει κι εγώ είμαι η πρωτοστατούσα του πανικού αυτού. Κρατάω το λάβαρο της απελπισίας, της ταραχής και του άγχους και φαντάζομαι, η μάλλον ξέρω, πως δεν είμαι η μόνη. Ωραίο το χιόνι όταν ήμασταν δέκα, που έριχνε δυο νιφάδες και είχαμε βάλει ήδη σκούφο και κασκόλ κι απλά περιμέναμε την πολυπόθητη άδεια για να βγούμε να το χαρούμε. Ακόμη πιο ωραίο όταν ήμασταν δεκαπέντε κι έβγαινε ο ευγενικός κύριος στην τηλεόραση για να μας ανακοινώσει πως αύριο τα σχολεία θα παραμείνουν κλειστά. Πολύ ωραίο το χιόνι όταν είσαι παιδί και είσαι στ’ αρχίδια σου για όλα τα πρακτικά ζητήματα. Μέχρι εδώ, ναι.

Πολύ χάλια το χιόνι από τα είκοσι και μετά, ειδικά αν δουλεύεις και πρέπει να βρεις έναν τρόπο να πας στη γαμω-δουλειά σου, που καμία όρεξη δεν έχεις να πας. Ακόμη πιο χάλια το χιόνι αν βρεις τρόπο να πας στη δουλειά σου και κολλήσεις στην κίνηση μαζί με άλλους εκατό δύσμοιρους που είχαν την ίδια υποχρέωση με σένα, αλλά δεν είχαν τζιπάκι στο γκαράζ, ούτε αλυσίδες στο εργαλείο. Ναι, χάλια το χιόνι όταν ζεις σε μια χώρα που έχει μηδενικό μηχανισμό διαχείρισης χιονιά, που δεν έχει καν αλάτι για να να καθαρίσει τους δρόμους της, που αποκλείονται ολόκληρες περιοχές για μέρες επειδή οι Δήμοι παίζουν το κομπολόι τους αντί να φροντίσουν να προβλέψουν ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί.

Είναι, βασικά, λες κι ο Δήμος είναι η δεκαπεντάχρονη εκδοχή του εαυτού σου κι εσύ είσαι η μάνα σου. Η δεκαπεντάχρονη εκδοχή σου λοιπόν χέστηκε αν θα αποκλειστεί από το χιόνι και η μάνα σου παθαίνει υστερία για το πού θα σε αφήσει και πώς θα πάει στη δουλειά, στην εφορία, στο γιατρό τη γιαγιά και το σκύλο βόλτα. Ναι, εγώ προσωπικά έχω σταματήσει να απολαμβάνω το χιόνι και μάλιστα και μόνο στην ιδέα πως θα χιονίσει με πιάνει άγχος και ταχυκαρδία, για το αν είμαι κατάλληλα προετοιμασμένη για την κακοκαιρία.

Έχουμε βέβαια και τα καλά μας μίντια, ας μην τα ξεχνάμε, που φροντίζουν ολημερίς κι ολονυχτίς να μας πανικοβάλλουν σωστά και περιποιημένα, σε περίπτωση που δεν το έχουμε ήδη κάνει εμείς στους εαυτούς μας. «Έρχεται η Σοφία, ο Ραφαήλ και ο ξάδερφός τους ο Βρασίδας», μας ενημερώνουν όλο στοργή κι εμείς είμαστε έτοιμοι και ταμπουρωμένοι με οχτώ κονσέρβες φασόλια στο ντουλάπι, μην τυχόν και ξεμείνουμε στο χιονιά χωρίς γίγαντες.

Δε ζούμε στη Ρωσία, εκεί οι άνθρωποι το ξέρουν το χιόνι, το γνωρίζουν, έχουν μάθει να ζουν μ’αυτό και να το διαχειρίζονται. Αν δεις Ρώσο καλοκαίρι στην Ελλάδα, είναι πιο εκτός τόπου και χρόνου από τη γιαγιά μου όταν βλέπει σμαρτφοουν. Τι περιμένεις δηλαδή από μένα; Να χειρίζομαι το χιόνι σαν άλλος Ρασπούτιν; Δε θα γίνει ποτέ. Έχει φροντίσει η χώρα μου και δευτερευόντως η κοινωνία μου, να με μεγαλώσουν για να φοβάμαι το χιόνι και να το βλέπω σαν αντίπαλο, σαν εχθρό που θα έρθει και θα με καθυστερήσει, θα με δυσκολέψει στην καθημερινότητά μου.

Χιόνισε και σήμερα και στο σούπερ δεν έμεινε εξάδα νερά και κονσέρβα στα ράφια. Αύριο που θα ‘χει πάλι ήλιο, θα βγούμε να τις φάμε στα μπαλκόνια. Ό,τι και να λέμε κι όσο κι αν γκρινιάζουμε κι εμείς και οι ειδήσεις, αν μείνεις λίγο αποκλεισμένος στο αυτοκίνητο ή στο σπίτι σου, σίγουρα θα ζήσεις. Υπάρχουν κι άνθρωποι εκεί έξω που δεν έχουν την πολυτέλεια κανενός από τα δύο. Ας αφήσουν λοιπόν οι Δήμοι τα αλάτια, δεν πειράζει, θα περπατήσουμε, κι ας ανοίξουν τους δημόσιους χώρους σ’αυτούς που έχουν ανάγκη. Υπάρχουν εκεί έξω ψυχές που δεν έχουν την άνεση να γκρινιάζουν δίπλα στο αναμμένο τζάκι τους, όπως εγώ. Υπάρχουν άνθρωποι που όταν χιονίζει, κοιτάζουν τον ουρανό με τρόμο. Ας μειώσουμε λοιπόν την απόγνωση, με όποιον τρόπο μπορούμε, μήπως κάποια στιγμή καταφέρουμε όλοι να κοιτάμε το χιόνι με τα μάτια ενός παιδιού.

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου