Είναι εκείνη η ανεπιτήδευτα κατεβασμένη τιράντα που γλύφει έναν ώμο, σχεδόν να χαμογελάει στο πλάι κάποιου μπράτσου. Ή εκείνο το πουκάμισο που είναι ακόμα φορεμένο, μα κάπως έχει τσαλακωθεί από τη χρήση και στέκεται ανοιχτό, αποκαλύπτοντας έναν γυμνό κορμό, που όμως ανά πάσα στιγμή μπορεί και πάλι να κρυφτεί από το ριχτό ρούχο.

Είναι οι εναλλαγές φωτός με σκοτάδι που αλλιώς φωτίζουν το γυμνό σώμα κι αλλιώς διαγράφουν τις σκιές των ρούχων, που σε κάνουν να ψάχνεις με το βλέμμα σου αχόρταγα να εντοπίσεις όλα εκείνα που δεν σου επιτρέπεται να δεις. Τίποτα πιο ερωτικό, τίποτα πιο σαγηνευτικό από το να έχεις τη δυνατότητα να δεις τα πάντα, μα να επιτρέπεις στον εαυτό σου μικρές απαγορεύσεις, μικρούς αφροδισιακούς πειρασμούς που όμως, δε γίνονται ποτέ πράξη.

Ένα ημίγυμνο σώμα προκαλεί  πολύ πιο έξυπνα και γεμάτα από ένα γυμνό. Και δεν είναι μόνο η φαντασία για όλα όσα θα μπορούσες να δεις ή θα δεις στη συνέχεια μα προς το παρόν, μπορείς μόνο να τα σχηματίζεις στο μυαλό σου. Είναι όλα εκείνα τα παιχνίδια με τις υφές των υφασμάτων, τα χέρια που ταξιδεύουν από το απαλό κι εκτεθειμένο δέρμα και σώμα, σε ένα τραχύ και σκληρό φερμουάρ που σου αφαιρεί τη δυνατότητα να καταλάβεις ακριβώς τι συμβαίνει από κάτω. Είναι εκείνο το άγγισμα που έχει το ίδιο το ρούχο σου πάνω σου, που σε χαϊδεύει άγρια και σου περιορίζει τις κινήσεις, μα είναι ο τρίτος σε ένα πραγματικά ενδιαφέρον παιχνίδι για δύο.

Άλλωστε, σε έναν κόσμο που το γυμνό είναι τόσο προφανές που δε χρειάζεται καν να το ψάξεις, το να επιλέξεις να παίξεις με την ενοχικότητα και την ντροπή, ανοίγει νέους ορίζοντες στις φαντασιώσεις σου. Κι αν αξίζει ένας οργασμός να συμβεί, είναι εκείνος που πρώτα θα φτιάξει το μυαλό σου, θα σε γεμίσει με επιθυμία κι ένταση για τη συνέχεια. Όταν δεν έχεις όλα όσα θέλεις, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τα θέλεις περισσότερο. Καταλαμβάνεσαι από αυτό το μικρό κρυφτό και γουστάρεις, παρασύρεσαι από το τι μπορείς να αγγίξεις και τι όχι. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και για τον άλλο, αφού κι εκείνος παρασύρεται από τον -όχι και τόσο συνηθισμένο- τρόπο που γνωρίζονται τα σώματά σας. Το εύκολο είναι να γδύσεις κάποιον εντελώς ενώ τον έχεις ήδη δικό σου.

Το πραγματικά ενδιαφέρον όμως, είναι να τον κρατήσεις με μια ιερότητα -σχεδόν- δικό σου, να τον έχεις και να μην τον έχεις μαζί, το ίδιο κι εκείνος απέναντί σου. Αυτό το ρόλο παίζει ένα ρούχο πάνω στο κορμί μας. Μας προστατεύει από το να είμαστε εκτεθειμένοι, στο κρύο, στη ζέστη, στους ανθρώπους, σε όλα όσα δε μας αρέσουν και θέλουμε να κρύψουμε. Κι όταν νομίζουμε ότι τα καταφέρνουμε, αποκτούμε μια αίσθηση αυτονομίας κι αυτοπεποίθησης. Έτσι λοιπόν, όπως απόλυτα υπέροχο είναι το να εκτίθεσαι ολοκληρωτικά απέναντι σε κάποιον, έτσι, με την ίδια απολυτότητα, υπέροχο είναι να του επιτρέπεις να σου δίνει λίγο από τον εαυτό του και λίγο να σου παίρνει πίσω, με μια υπόσχεση για τη συνέχεια.

Αν έχεις ήδη δωθεί, αν το σώμα σου φωνάζει και το βλέμμα κι η ανάσα ταξιδεύουν, τότε μπορεί μια και μόνο μπλούζα, ένα κουμπί που δε θα ανοίξει η ένα φόρεμα που αντί να βγει, θα σηκωθεί, μπορεί λοιπόν ένα κομμάτι ύφασμα να κάνει τη διαφορά. Μία και μόνο κατεβασμένη ντροπαλή τιράντα, που θα αφήσει έναν ώμο ελεύθερο.

 

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου