Αγαπημένη ζωή

 

Δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω. Περίεργο ε; Γράφω τόσα και τώρα που θέλω να σου μιλήσω δε βρίσκω ούτε μια λέξη που να μου φαίνεται κατάλληλη. Ίσως από εκεί λοιπόν να ξεκινήσω. Από όλη την ακαταλληλότητα που αξίζει να έχει μια ζωή για να την κάνει αυτό ακριβώς που πρέπει να είναι. Απόλυτα δική σου.

Θέλω να κάνω λάθη. Πολλά λάθη, μεγάλα, καθοριστικά, τόσα που πια να μην τα φοβάμαι. Να τους στερήσω όλη τη δύναμη που έχουν επάνω μου, να τα κάνω μικρά κι ασήμαντα. Όπως θα άξιζε να είναι όλα τα λάθη των ανθρώπων. Να πάρω τη λάθος απόφαση, να δεχτώ τη λάθος δουλειά, τη λάθος σχέση, για να προκύψουν μετά όλα τα σωστά με κάποιο περίεργο τρόπο και να βάλουν σε τάξη ό,τι με πλήγωσε.

Κι αν οι γονείς μου προσπάθησαν τόσο για να μην κάνω ούτε ένα, θέλω να τους πεις πως δεν πειράζει, να τους πείσεις πως έκαναν καλή δουλειά, για να κοιμούνται ήσυχοι τα βράδια. Να προσπαθήσεις πολύ για να σε καταλάβουν και να σε αποδεχτούν, για τους ίδιους λόγους που εγώ σ’ αγαπάω τόσο. Για το πόσο αλλόκοτη και διαφορετική θέλω να γίνεις, για τις συμβάσεις που έκαψες στο όνομα μιας μεγάλης ιδέας. Και να τους κυνηγάς με μανία, να μην τους αφήσεις στιγμή από δίπλα σου. Άλλωστε αυτός είναι κι ο μεγαλύτερός τους φόβος, πως δε θα τους ανήκει μια θέση κοντά σου. Ανόητοι που είναι οι γονείς καμιά φορά που δεν καταλαβαίνουν πόσο απίστευτα σημαντικοί είναι.

Θέλω να έχεις στόχο και να είσαι συνεπής σε αυτόν, να είσαι μαχήτρια, να βλέπεις τον γκρεμό και να λες, «εγώ θα πηδήξω πρώτη». Μην προσπαθήσεις να με φοβίσεις, το έχεις κάνει ήδη πολλές φορές, μας πάει τόσο πίσω, δεν το βλέπεις; Δε θέλω να σε φοβάμαι, ούτε να ανησυχώ για σένα, θέλω να είσαι ο λόγος που θα σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι, γιατί θα έχεις όλες τις μικρές πινελιές που θα σε κάνουν διαφορετική. Μια συναρπαστική Κυριακή με καφέ και μαρμελάδα στο μπαλκόνι. Ένα φιλί, πολλά φιλιά, δυο παλιά αθλητικά παπούτσια, τα αγαπημένα μου, ένα καθαρό φρεσκοσιδερωμένο σεντόνι, ένα ταξίδι κάπου που δεν περίμενες να πας.

Όσο για κείνον, θέλω να τον κρατήσεις έτσι, ακριβώς όπως είναι τώρα που γράφω κι εκείνος κοιμάται ανέμελος και κουρασμένος δίπλα μου. Θέλω να είναι η καλημέρα μου κι η καληνύχτα μου, ο πρωινός μου καφές. Θέλω να τον προσέχεις και να μην τον παραμελείς μέσα στην τόση βαβούρα που θα σου φορτώνω. Να μου θυμίζεις την σημαντικότητά του όταν εγώ θα την ξεχνάω καμιά φορά, να του δείχνεις ότι είναι ένας απ’ τους λόγους που υπάρχεις. Ο πιο κόκκινος κι ίσως κρυφά, χωρίς να του το πεις ποτέ, ο αγαπημένος μου.

Δε θέλω να λείπεις, να είσαι μισή ή αδιάφορη. Θέλω να είσαι ακέραια, να πατάς και να ακούγεται το βήμα σου, να είσαι εχθρός κάθε συμβιβασμού. Κι όταν φύγεις από κοντά μου, όταν χωριστούμε, να μην μου έχει μείνει κανένα «αν» στην άκρη της γλώσσας. Να τα ‘χουμε σκοτώσει όλα μαζί, να είσαι δίπλα μου κι όταν δειλιάζω ή ξεχνιέμαι να με μαλώνεις, να με παίρνεις απ’ το χέρι και να με διατάζεις να το κάνω.

Μη με φοβάσαι, αντέχω εγώ. Το ξέρεις άλλωστε κι εσύ. Θέλω να με κάνεις να σ’ αγαπήσω τόσο, που στο τέλος να σε αφήσω να φύγεις ήρεμη, χωρίς μισές κουβέντες, χωρίς θυμό κι υστερίες. Απλά να φύγεις. Και να μ’ αφήσεις στο τέλος, απλά με ένα μεγάλο ευχαριστώ για όλα όσα μου έδωσες.

 

                                                                                                                                                     Πάντα και απόλυτα δική σου.

 

Επιμέλεια Κειμένου Γιοβάννας Κοντονικολάου: Πωλίνα Πανέρη

 

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου