Πολλές είναι οι λέξεις που περιγράφουν μια τέτοια γυναίκα. Τη χαρακτηρίζουμε καθημερινά ως πόρνη, ιερόδουλη, κοινώς πουτάνα. Δε θα ‘θελα ωστόσο να μείνω στον τελευταίο χαρακτηρισμό, θα προτιμήσω τον όρο πόρνη. Ιερόδουλη είναι μια λέξη που χρησιμοποιούμε για να μη βλασφημήσουμε, μέσα στον καθωσπρεπισμό που μας επιβάλλει η καθημερινότητα. Η λέξη πουτάνα, απ’ την άλλη, είναι πιο συχνός χαρακτηρισμός, που όμως δε θα ’θελα να σταθώ σ’ αυτόν, μιας και με την καθημερινή τριβή, η λέξη έχει χάσει την ιδιότητα που της αρμόζει κι έχει υποστεί άσχημη χρήση.

Πόρνη, λοιπόν, είναι μια γυναίκα που τη συναντάμε καθημερινά σε διάφορους δρόμους. Δρόμους βρώμικους κι άσχημους. Ένα επάγγελμα, καθόλου σύγχρονο, μέσα απ’ την αρχαιότητα γεννημένο.

Το να ‘σαι πόρνη δεν είναι ένα απλό επάγγελμα, είναι μια λέξη που κρύβει πολλά μέσα της. Κρύβει ψυχές τσακισμένες, ψυχές που πονάνε, που κυλιούνται καθημερινά σε μια αμαρτία άγευστη, χωρίς χαρά, χωρίς γλύκα. Θα μου πείτε, βέβαια, αμαρτία είναι, αλλά ποιος μπορεί να χαρακτηρίσει την επαφή δυο ανθρώπων αμαρτία; Την πιο όμορφη κι ουσιαστική ένωση δύο ανθρώπων; Κι όμως, η καθ’ όλα όμορφη πράξη αυτή όταν πρόκειται για δύο ανθρώπους που βρίσκονται μόνο και μόνο για να εκτονωθεί ο ένας και να πληρωθεί η άλλη, γίνεται πράξη βάναυση. Ναι, βάναυση, γιατί η σάρκα αυτής της γυναίκας ποτίζεται με πόνο, με πόνο ψυχής. Η πράξη γίνεται βίαιη, γρήγορη, χωρίς ουσία. Ποτίζεται με δάκρυα, τα δάκρυα της γυναίκας που τα κρατάει μέσα στην ψυχή της, γιατί αυτά είναι που την καθαρίζουν και μένει αγνή. Ναι, αυτή μένει αγνή. Πόρνη στο επάγγελμα, μα όχι στην ψυχή δε λένε;

Πάνω απ’ολα είναι γυναίκες κι αυτές, μην το ξεχνάτε, είναι πλάσματα έυθραστα, όμορφα, δημιουργημένα από το Θεό για ν’ αγαπιούνται, να θαυμάζονται, πλάσματα που πρέπει να προστατεύονται, να μην τα χτυπάμε, να τα σεβόμαστε. Χτύπημα δεν είναι μόνο η βίαιη σωματική πράξη, είναι τα λόγια, οι λέξεις που θα τις χαρακτηρίσεις, τα μάτια γεμάτα οργή, οίκτο κι περιφρόνηση. Γιατί καταλαβαίνουν τον τρόπο που τις κοιτάνε.

Έχουν μάθει να διαβάζουν τους ανθρώπους, να γνωρίζουν τι ζητάει ο καθένας που θέλει να βγάλει τ’ απωθημένα του μέσα στο κορμί τους. Οφείλουν να γνωρίζουν, γιατί άλλοι θέλουν 10 λεπτά εκτόνωσης, κι άλλοι 10 λεπτά να μιλήσουν, να μιλήσουν και ν’ ανοιχτούν, να βγάλουν τον πόνο και το άγχος της ζωής τους. Ξέρουν ν’ ακούνε αυτές οι γυναίκες. Ακούνε χωρίς να μιλάνε, έχοντας μάθει να ικανοποιούν τις προτιμήσεις του καθενός.

Μην τις περιφρονείτε, λοιπόν, οι γυναίκες αυτές χρήζουν μεγάλου σεβασμού, θέλει αντοχή και δύναμη να μη μολύνεις την ψυχή σου. Γιατί καταφέρνουν να βγαίνουν ζωντανές μέρα με τη μέρα μέσα απ’ τα μονοπάτια της νύχτας, αφού γι’ άλλη μια φορά άντεξαν την κατρακύλα μέσα στην κόλαση που βρισκόταν το κορμί τους.

Βγαίνουν τη νύχτα αυτές οι γυναίκες, όπως τα καλά κρυμμένα μυστικά. Σαν μυστικά κι αυτές, μόνο στη νύχτα δε φαίνεται η αλήθεια τους. Ποιος ξέρει τι είναι αυτό όμως που ψάχνουν μέσα στη νύχτα; Είναι απλά ένας πελάτης να περάσουν λίγες ώρες και να πληρωθούν; Είναι ένα παιδί που τις περιμένει στο σπίτι και περιμένει την αγκαλιά τους; Μπορεί να ψάχνουν μια διέξοδο για να βγουν απ’ αυτούς τους δύσβατους δρόμους, ένα μονοπάτι για να τις πάρει από ’κει.

Αλλά κακά τα ψέμματα, δύσκολα βρίσκεις το δρόμο, όταν πλέον, έχεις περπατήσει μέσα στη νύχτα. Κι όταν το φως της μέρας έρχεται, και πάλι δε βρίσκουν το δρόμο. Πώς να τον βρουν άλλωστε αφού κρύβονται; Κρύβονται να μη δει τη σάρκα τους ο ήλιος και τις κάψει. Τη σάρκα που μέσα στις λίγες ώρες της νύχτας, ποιος ξέρει πόσοι άντρες τη μπαινόβγαιναν με λύσσα; Χάνουν κι οι ίδιες το μέτρημα μετά τις τόσες φορές. Κρύβονται, λοιπόν, απ’ τα βλέμματα αυτά που θα τις κοιτάξουν επικριτικά, που θα τις κοιτάξουν σαν ένα αδέσποτο σκυλί που στην πρώτη ευκαιρία θα βρουν τον τρόπο να το κλοτσήσουν.

Οφείλουμε να τις σεβόμαστε αυτές τις γυναίκες γιατί δε γνωρίζουμε τι έχουν περάσει για να πουλάνε το κορμί τους σε κάθε πεινασμένο άντρα που θέλει να το κατασπαράξει. Εύκολη λύση, λέμε. Δεν είναι όμως, θέλει πολύ σκέψη, μεγάλη απόφαση, ίσως κι αθωότητα, γιατί η αθωότητα κι η αφέλεια μας οδηγούν σε μέρη άγνωστα κι σκοτεινά. Σκοτεινά είναι και τα μέρη που ζουν κι ας μην τα ‘χουμε δει εμείς ποτέ κι ας μην τα γνωρίζουμε.

Κάθε γυναίκα επιλέγει πού θα δώσει το κορμί της βάση των προτιμήσεών της. Αυτές λέμε ότι ξεπουλιούνται, εφόσον το πουλάνε. Η αλήθεια είναι όμως, πως το χαρίζουν, γιατί κανένα ποσό, όσο μεγάλο κι αν είναι δεν μπορεί να τ’ αγοράσει. Μην τις μισείτε, μην τις κρίνετε τόσο εύκολα. Κοιτάξτε στα μάτια τους, κοιτάξτε μέσα στο σκοτάδι τους τη λάμψη που υπάρχει. Είναι η ψυχή τους, που προσπαθούν με νύχια και με δόντια να την κρατήσουν καθαρή, να μείνει φωτεινή.

Σκεφτείτε, πριν τις κακοχαρακτηρίσετε, γιατί βρέθηκαν εκεί που βρέθηκαν και γιατί μένουν ακόμη εκεί. Δώστε βάση σ’ αυτό το μεγάλο γιατί που κυκλώνει τη ζωή τους. Ίσως φοβούνται κάποιον που τις ελέγχει; Φοβούνται πως αν φύγουν απ’ τους δρόμους της νύχτας που τόσο καλά γνωρίζουν τώρα πια, θα χαθούν στους δρόμους της μέρας; Ναι μπορεί. Δε σας ζητώ να τις αγαπήσετε, δε χρειάζεται. Μην τις συμπονάτε αν δε θέλετε. Σεβαστείτε τις, όμως. Τ’ αξίζουν.

 

Επιμέλεια Κειμένου Στέλλας Τσομόρα: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Στέλλα Τσομόρα