Ο έρωτας. Μια φλόγα που δε σβήνει, ένας ψίθυρος που διαρκεί στους αιώνες. Είναι η γλώσσα της καρδιάς, η πιο βαθιά και αυθεντική έκφραση της ανθρώπινης ύπαρξης. Από τα παλάτια της Αναγέννησης έως τις μελωδίες του Αιγαίου, οι ποιητές προσπάθησαν να τον συλλάβουν, να τον αποτυπώσουν σε λέξεις, να του δώσουν μορφή. Ο έρωτας δε χωρά σε όρια, δεν υποτάσσεται στον χρόνο —ζει αιώνια μέσα στους στίχους που υμνούν το πάθος, τη λαχτάρα, την αγωνία και την προσμονή.

Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ο ποιητής που γνώριζε τα μυστικά της καρδιάς, ύμνησε τον έρωτα σε όλες του τις αποχρώσεις—αγνός και εκρηκτικός, τρυφερός και καταδικασμένος. Στα σονέτα του, ο έρωτας δεν είναι μόνο συναίσθημα, αλλά υπόσχεση αιωνιότητας.

“Shall I compare thee to a summer’s day?
Thou art more lovely and more temperate:
Rough winds do shake the darling buds of May,
And summer’s lease hath all too short a date…”

Η αγάπη του ποιητή δε γνωρίζει φθορά. Είναι ένα καλοκαίρι που δεν τελειώνει, μια μορφή που μένει αναλλοίωτη, προστατευμένη από τον χρόνο και την απώλεια. Ο έρωτας του Σαίξπηρ είναι σαν τη ζωή που δε φθίνει ποτέ —ακόμα κι όταν όλα γύρω της αλλάζουν, εκείνη μένει ίδια, ακέραιη, ανέγγιχτη.

Ο Πάμπλο Νερούδα, ο ποιητής του πάθους, αποτύπωσε τον έρωτα σαν μια ατελείωτη νύχτα που γεμίζει με ψιθύρους, βλέμματα και άγγιγμα. Στο Soneto XVII, ο έρωτας δε φωνάζει —υπάρχει αθόρυβα, στο ημίφως της ψυχής:

“Te amo como se aman ciertas cosas oscuras,
secretamente, entre la sombra y el alma.”

Η αγάπη εδώ είναι βαθιά, σιωπηλή, σαν τις ρίζες που δε φαίνονται αλλά συγκρατούν όλο το δέντρο. Δε χρειάζεται εξηγήσεις, δεν έχει ανάγκη από μεγάλες χειρονομίες —είναι εκεί, ζωντανή, όπως η νύχτα που κρατά μέσα της το ξημέρωμα. Ο Νερούδα μιλά για έναν έρωτα που δε στηρίζεται στην εξωτερική λάμψη, αλλά στην ουσία, σε εκείνο το σχεδόν ιερό συναίσθημα που διαπερνά κάθε βλέμμα και κάθε αγγίγμα.

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης δε μιλά για τον έρωτα που υπάρχει εδώ και τώρα. Μιλά για τον έρωτα που πέρασε, που άφησε το σημάδι του, που έγινε ανάμνηση και παραμένει εκεί, αθόρυβος, αλλά ανεξίτηλος. Η ποίησή του είναι γεμάτη από στιγμές που χάθηκαν, αγγίγματα που δεν επαναλήφθηκαν, βλέμματα που έσβησαν αλλά δεν ξεχάστηκαν. Στο ποίημα “Όταν Διεγείρονται”, η μνήμη γίνεται ο τόπος όπου ο έρωτας συνεχίζει να υπάρχει:

“Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τα ’κλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στην κεφαλή και στα πόδια γιασεμιά—
έτσι οι επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.”

Και έπειτα, είναι ο Τάσος Λειβαδίτης. Ο ποιητής που έκανε τον έρωτα να μοιάζει με όνειρο, με μια αίσθηση που χάνεται μόλις ξυπνήσεις. Ο έρωτας του Λειβαδίτη είναι σπαρακτικός, γεμάτος ποίηση και θλίψη, ένα ταξίδι σε κόσμους όπου οι ψυχές αγγίζονται και ύστερα χάνονται.

“Oλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο αγάπη μου,
τότε που μου χαμογελούσες.

Στην πιό μικρή στιγμή μαζί σου,
έζησα όλη τη ζωή.”

Ο Οδυσσέας Ελύτης, από την άλλη, γεμίζει την ποίησή του με φως, με γαλάζιο, με αλμύρα και κύματα. Ο έρωτάς του είναι ελληνικός, λουσμένος στο φως του Αιγαίου, καθαρός, φωτεινός, με μια αίσθηση απόλυτης ελευθερίας. Στο Μονόγραμμα του, γράφει:

“Θα πενθώ πάντα μ’ ακούς;
γιατί τ’ αγάπησα και πονώ μ’ ακούς;
περισσότερο απ’ ό,τι μου ανήκει μ’ ακούς;”

Ο έρωτας εδώ δεν είναι μια απλή εμπειρία—είναι η ίδια η ύπαρξη, ένα κομμάτι του ανθρώπου που δεν μπορεί να αφαιρεθεί. Ο Ελύτης δε μιλά για έναν έρωτα που απλώς ζει, αλλά για έναν έρωτα που κατακλύζει τα πάντα, που γίνεται το ίδιο το οξυγόνο του ποιητή, κάτι που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτό.

Από τον Σαίξπηρ και τον Νερούδα μέχρι τον Καβάφη, τον Λειβαδίτη και τον Ελύτη, η ποίηση υπήρξε πάντα το καταφύγιο του έρωτα. Άλλοτε λυρικός και αισθησιακός, άλλοτε νοσταλγικός και μελαγχολικός, ο έρωτας βρίσκει στα ποιήματα τη φωνή του. Κάθε εποχή, κάθε γλώσσα και κάθε ποιητής προσθέτει μια νέα απόχρωση στο αιώνιο αυτό συναίσθημα. Γιατί, τελικά, ο έρωτας δεν είναι παρά ένας στίχος που δεν παύει ποτέ να ψιθυρίζεται στον κόσμο.

Συντάκτης: Ερατώ Μπουλαζέρη