Αν πιστεύαμε όλα όσα ακούγαμε κι όλα όσα βλέπαμε, χωρίς καμία διάκριση ή κριτική σκέψη, το λιγότερο που θα μπορούσε να μας χαρακτηρίσει θα ήταν η αφέλεια. Ζούμε σε μια εποχή τρισδιάστατης εικόνας και συναισθηματικής νοημοσύνης κι όλα μοιάζουν τόσο αληθινά σε έναν CGI κόσμο, συνδυασμένο με λόγια και πράξεις ανάλογης φιλοσοφίας, τόσο φυσιολογικά δοσμένα που καθιστούν το φανταστικό απόλυτα πραγματικό. Εδώ μπαίνει ο νους, ο οποίος έχει διαμορφωθεί από την παιδική μας ηλικία και προσπαθεί να διακρίνει το καλό απ΄ το κακό, το σωστό απ΄ το λάθος, το αληθινό απ’ το ψεύτικο. Θέλοντας και μη, ενεργοποιούμε το αίσθημα της καχυποψίας ψάχνοντας να βρούμε τι απ’ όλα αυτά μπορούμε να εμπιστευθούμε προκειμένου να καταφέρουμε να επιβιώσουμε.

Η ανθρώπινη φύση είναι δισυπόστατη κι απαρτίζεται από αντιθέσεις, προκειμένου να διατηρείται η ισορροπία. Δεν είμαστε όλοι μόνο «καλοί» ή μόνο «κακοί». Είναι θέμα επιλογής τι από τα δύο θα υπερτερήσει ή καλύτερα τι απ’ αυτά θα ψάξουμε να βρούμε στο περιβάλλον μας και στους ανθρώπους γύρω μας, καθώς και τι θα επιλέξουμε να δούμε στους άλλους. Οι εμπειρίες κι όλα όσα έχουμε ζήσει δεν είναι μόνο όμορφα ή μόνο άσχημα κι οι άνθρωποι που μας περιβάλουν δεν είναι μόνο σωστοί ή λάθος. Αλίμονο αν απομονώναμε τα θετικά από τα αρνητικά χωρίς να τα δούμε σαν ένα ενιαίο σύνολο που συνθέτουν μια προσωπικότητα, δίνοντας με ευκολία έναν ορισμό και βάζοντας μια ταμπέλα, βασισμένοι στην απογοήτευση ή τον φόβο του παρελθόντος. Αν κάποια στιγμή στη ζωή μας από κάποιον εισπράξαμε αδιαφορία ή μια συμπεριφορά που μας ζημίωσε συναισθηματικά αλλά κι υλικά, αυτό δε σημαίνει ότι όλοι θα μάς συμπεριφερθούν με τον ίδιο τρόπο στο μέλλον.  Αν κάποιος μας κοίταξε λίγο «στραβά» ή είπε κάτι πίσω από την πλάτη μας, δεν είναι αυτονόητο ότι όλοι όσοι μας περιβάλουν θα κάνουν το ίδιο. Αν κάποιος θα μας φερθεί καλά δεν είναι και δεδομένο ότι πίσω απ’ αυτή την πράξη κρύβεται δόλος. Αν κάτι έρθει στη ζωή μας με ευκολία, όταν έχουμε συνηθίσει να παλεύουμε για να αποκτήσουμε οτιδήποτε, δε χρειάζεται να σκεφτόμαστε ότι είναι μια παγίδα της ζωής, που αργά ή γρήγορα θα μας το πάρει πίσω.

Πιστεύοντας ότι κυριαρχούν τα μοτίβα στη ζωή μας, χάνουμε το περιεχόμενό της, επιτρέποντας στην καχυποψία να μας ορίζει, με αποτέλεσμα να χάνουμε παράλληλα τις πιο όμορφες στιγμές μας, ψάχνοντας πίσω από αυτό που βλέπουμε κρυμμένα νοήματα, που ίσως και να μην υπάρχουν στην ουσία. Φυσικά κι ο κόσμος δεν είναι αγγελικά πλασμένος, όμως το ζητούμενο είναι πόσο εμείς έχουμε φροντίσει τον εαυτό μας κι έχουμε ενδυναμώσει την προσωπικότητά μας, έτσι ώστε να ανταπεξέλθει στις όποιες προκλήσεις -τέτοιου είδους- χρειαστεί να αντιμετωπίσει. Η καχυποψία διαταράσσει την εμπιστοσύνη προς τους άλλους, αλλά και προς τον ίδιο μας τον εαυτό, χαράζοντας έναν δρόμο που οδηγεί στην απομόνωση και την αποξένωση, προσθέτοντας περισσότερα βάρη στον ψυχισμό μας από όσα εξαλείφει.

Υπάρχουν φορές που η καχυποψία οδηγεί στην επιθετικότητα σαν μια μορφή άμυνας, προβάλλοντας στους άλλους αυτό που φοβόμαστε, δίνοντας του τη μορφή ενός φανταστικού εχθρού που, ή θα πρέπει να αντιμετωπιστεί, ή θα πρέπει να εξαφανιστεί από τη ζωή μας. Στέκεται εμπόδιο στις οποιεσδήποτε σχέσεις κι ο αυθορμητισμός κι η οικειότητα δε βρίσκουν κανένα πρόσφορο έδαφος για να ευδοκιμήσουν, όταν οι «θεωρίες συνωμοσίας» παίρνουν τον πρώτο λόγο κι αναπτύσσονται ανεξέλεγκτα. Είναι τροχοπέδη στη δημιουργία και στην καινοτομία κι αυξάνει την αντίσταση στην αλλαγή, διατηρώντας τη στασιμότητα, καταστέλλοντας την ανάπτυξη. Ενισχύει υποθέσεις περί αντικειμένου εκμετάλλευσης κι υποτίμησης της προσωπικότητας, που μπορεί να μην έχουν λογική βάση, σχετικά με τα κίνητρα των άλλων. Κοντολογίς, μάς απομακρύνει από τον πραγματικό μας εαυτό.

Κανείς δε λέει ότι τα πράγματα δε θα πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται με τον απαραίτητο σκεπτικισμό -χωρίς όμως να περνάμε τη γραμμή της παρανοϊκής καχυποψίας- που θα μας βοηθήσει να χρησιμοποιήσουμε την κριτική μας σκέψη ως νοήμονα όντα, χρειάζεται όμως να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας και ν’ αναπτύξουμε την αυτοπεποίθησή μας. Να δούμε ποιοι πραγματικά είμαστε και τι, η λογική μας, μάς επιτρέπει να διακρίνουμε, στηριγμένοι περισσότερο στην προσωπική μας αλήθεια και στις δικές μας δυνατότητες. Εμείς επιτρέπουμε ή όχι κάποιος να μας φερθεί κακόβουλα ή να συζητήσει για εμάς πίσω από την πλάτη μας. Αν το δούμε και διαφορετικά, προφανώς κάτι που κάναμε, το κάναμε καλά για να ασχολείται κάποιος μαζί μας είτε θετικά, είτε αρνητικά. Σε κάποιον κάναμε εντύπωση κι είτε μπορεί να το διαχειριστεί και να μας δεχτεί όπως είμαστε, είτε δεν μπορεί να μας φτάσει και θα το σχολιάσει αρνητικά.

Η υπερανάλυση δεν είναι πάντα απαραίτητη, γιατί μας κάνει να χάνουμε τη μεγάλη εικόνα περιπλέκοντας τα πράγματα κι εμποδίζει τον χρόνο από το να τρέξει, προκειμένου να μας αποδείξει τι αξίζει να έχουμε στη ζωή μας και ποιους θα πρέπει να εμπιστευόμαστε, «εκβιάζοντας» καταστάσεις και προκαταβάλλοντας αποτελέσματα. Με εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, στον χρόνο και στην ειλικρίνεια, όλα μπορούν να γίνουν ευκολότερα. Έτσι κι αλλιώς στο τέλος όλα αποδεικνύονται, αφού οι υποψίες δε θα μπορέσουν ποτέ να αποδείξουν την πραγματικότητα.

Συντάκτης: Φρίντα Μανιάτη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου