Όλοι μας γεννηθήκαμε από μια μάνα. Αυτή είναι η φύση των πραγμάτων. Όμως κάποιοι ήμασταν τυχεροί και στην πορεία αποκτήσαμε άλλη μια. Μια μάνα που παρ’ όλο που δε μας γέννησε, μας μεγάλωσε σαν να ήμασταν κομμάτι του εαυτού της.

Είμαστε και εμείς που είχαμε γαμάτες νταντάδες. Και συνεχίζουμε να έχουμε, γιατί αυτές οι γυναίκες, που πραγματικά μας αγάπησαν και μας μεγάλωσαν με όλη τους την προσοχή, δε θα πάψουν ποτέ να είναι δίπλα μας.

Αυτή η ξεχωριστή γυναίκα θα είναι εκεί όσο εσύ ζεις και όχι όσο εκείνη αναπνέει. Θα είναι πίσω σου όταν περπατάς για να σε στηρίζει ακόμα κι αν έχουνε περάσει χρόνια από τότε που έκανες το πρώτο σου βήμα. Θα σε αγαπάει σαν να σε γέννησε, σαν να θήλασες από το δικό της στήθος. Γιατί είσαι το παιδί που επέλεξε να έχει. Κανείς δεν την υποχρέωσε. Σίγουρα οι χρηματικές απολαβές ήταν κάτι που βοήθησε σε αυτήν την επιλογή όμως κανείς δεν την πλήρωσε για να σε αγαπήσει. Το έκανε γιατί το ένιωσε.

Γιατί τρώγατε μαζί το γλυκό από το βάζο κρυφά από τη βιολογική σου μάνα. Γιατί βλέπατε παιδικά παρέα στις 7 το πρωί και σου έκανε το γάλα σου και το αγαπημένο σου πρωινό. Γιατί πηγαίνατε βόλτα στην πλατεία και πίνατε σοκολάτα και σου αγόραζε μπαλόνια με ήλιον. Σου υποσχόταν πως δε θα το πει στη μαμά γιατί σ’ αυτήν δεν άρεσαν τα μπαλόνια. Της φαίνονταν χαζά. Κάνατε μικρές σκανταλιές παρέα. Ήταν η μάνα σου, το αδερφάκι σου, η κολλητή σου, όλα μαζί σ’ ένα πρόσωπο. Στα οικογενειακά της τραπέζια, ήσουν οικογένεια. Ήσουν κι εσύ παιδί της οικογένειας, το παιδί που διάλεξε μόνη της.

Μεγάλωσες και πλέον δεν τρώτε μαζί το γλυκό από το βάζο, δεν κάνετε βόλτες στην πλατεία, ούτε βλέπετε μαζί παιδικά στις 7 το πρωί. Όμως έρχεται συνέχεια. Κανείς δεν της το ζητάει πια, έχεις μεγαλώσει, ξέρεις να προσέχεις τον εαυτό σου. Αυτή όμως είναι εκεί.

Έρχεται για καφέ και σου κάνει ένα μικρό έμμεσο έλεγχο. Σαν αυτό της μάνας με λίγη περισσότερη διακριτικότητα. Όταν μπαίνει στο δωμάτιό σου διπλώνει τις πεταμένες μπλούζες με το ύφος που είχε όταν παλιά έκανες σκανταλιά. Σε ρωτάει για πού ετοιμάζεσαι και πού και πού παρατηρεί κάποιο σημάδι στο λαιμό σου, μα δε λέει τίποτα. Μόνο σιωπηλά συνειδητοποιεί πως μεγαλώνεις. Αυτή κάποτε σου φιλούσε το κεφάλι για καληνύχτα, τώρα άλλοι σου φιλάνε το λαιμό.

Πού και πού σε χαρτζιλικώνει κιόλας. Δεν έχει σημασία που τώρα δεν το χρειάζεσαι, δεν τη νοιάζει που έχεις χρήματα ή που έχεις φτάσει τα 30, αυτή θα σου δώσει λεφτά για παγωτό, για να δροσίζεσαι και να τη θυμάσαι, άσχετα που εσύ θα τα κάνεις βότκα.

Αυτός είναι ο μεγαλύτερος φόβος της, μην τύχει και την ξεχάσεις. Δεν ξέρει όμως πως κάθε φορά που βλέπεις τη χάιντι ή τα χελωνονιτζάκια είναι η μόνη που σκέφτεσαι. Ούτε πως οι βόλτες σου σ’ εκείνο το πλακόστρωτο έχουν όλες το άρωμά της. Δεν μπορεί να σκεφτεί πως για εσένα ήταν, είναι και θα είναι η δεύτερή σου μάνα. Γιατί δεν επέλεξε μόνο αυτή να είσαι το παιδί της.

Τυχεροί αυτοί που μεγάλωσαν με την αγάπη ενός τέτοιου ανθρώπου. Είναι ευλογία να έχεις δύο μάνες. Δώρο Θεού που λίγοι απολαμβάνουν. Την επόμενη φορά που θα τη δεις λοιπόν να μπαίνει δειλά στο δωμάτιό σου, αγκάλιασέ την όσο πιο σφιχτά μπορείς και χάρισέ της ένα μεγάλο φιλί όπως εκείνα που της έδινες όταν ήσουν παιδάκι. Σίγουρα της έχει λείψει.

Σε ευχαριστώ για όλα μαμά Σούλα. Σ’ αγαπάω.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ζωής Τεκέλογλου: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Ζωή Τεκέλογλου