Έχεις ακουστά τον όρο «road rage»; Πρόκειται για έναν όρο που γεννήθηκε στις ΗΠΑ το 1987 και περιγράφει το φαινόμενο επιθετικής οδήγησης συνοδευόμενης με ακραίες εκρήξεις οργής. Εδώ να σημειώσουμε ότι πρέπει να καταγραφούν άμεσα όσοι Έλληνες οδηγούσαν την χρονιά εκείνη στο Αμέρικα ως βασικοί ύποπτοι για την προέλευση του όρου.

Σύμφωνα με τη Wikipedia, πρόκειται για μια συμπεριφορά που περιλαμβάνει αγενείς χειρονομίες (ξέρεις ποιες εννοεί), προφορικές προσβολές (μπινελίκια θα έλεγα εγώ) και εσκεμμένη απειλητική επιθετική οδήγηση.

Μη σε ζαλίζω όμως, φίλε αναγνώστη, με τη θεωρία. Ας το δούμε πρακτικά, ζώντας εδώ και τώρα μαζί την μοναδική εμπειρία του μέσου Έλληνα οδηγού μιας μεγαλούπολης.

Δε φτάνει που είναι εργάσιμη Δευτέρα πρωί ­–και από μόνο του αυτό είναι εκνευριστικό– αλλά ενώ ξεκίνησες από το σπίτι σου στην πρέπουσα ώρα, στρίβεις στο στενό και κολλάς πίσω από την σκουπιδάρα του Δήμου. Αλήθεια, ρε φίλε; Αλήθεια;

Σαν να μην έφτανε  που σε πάει καρότσα η συγκομιδή σκουπιδιών για τα επόμενα δύο με τρία στενά μέχρι την κεντρική λεωφόρο, πάνω που τους πέρασες επιτέλους και θες να πατήσεις λίγο το γκάζι σου, να προλάβεις βρε παιδί μου εκείνο το καταραμένο το φανάρι που ανάβει και σβήνει σαν στρομπόλι, τότε ξεκινάει μόλις να παίζει μαζί σου ο Θεός.

Είναι ακριβώς αυτή η στιγμή που θα πεταχτεί το εμπόδιο της ημέρας. Για τα πρωινά Δευτέρας, το μενού περιλαμβάνει συνήθως παππού ή γιαγιά σε πι, να διασχίζει τον δρόμο διαγώνια σε χρονικό διάστημα ίσο με το άθροισμα των απαιτούμενων λεπτών που πρέπει να περάσουν, ώστε εσύ να μην προλάβεις το πράσινο φανάρι.

Για Τρίτες και Τετάρτες, η πρόγνωση λέει διπλό λεωφορείο που κόλλησε και δε χωράει να στρίψει, μέσα στο οποίο διαδραματίζονται επίσης αξιοσημείωτες σκηνές άκρατης πρωινής οργής, από τους επιβάτες προς τον οδηγό του λεωφορείου, από τον οδηγό προς τον περίεργο περιπτερά απέναντι, ι απ’ όλους τους προηγούμενους προς τον ιδιοκτήτη του ασημί smart, που πάρκαρε ο κόπανος πάνω στη γωνία.

Τις Πέμπτες καραδοκούν «ξεκράνωτοι μπακαλιάροι με σηκωμένο γιακά» καβάλα σε θορυβώδη παπάκια. Η φυλή αυτή εμφανίζεται σαν τα γκρέμλιν από το πουθενά, μιλάει στο κινητό καθώς κρατάει ξεσκέπαστο φραπέ μαζί με τσιγάρο την ίδια κιόλας στιγμή που σε προσπερνούν ξυστά από δεξιά.

Η παραπάνω σειρά εμφάνισης των εμποδίων φυσικά δεν είναι συνεπής. Οι Παρασκευές είναι πάντα γεμάτες εκπλήξεις. Έχουν όμως και λίγη περίσσεια υπομονή από πλευράς σου αφού είναι Παρασκευές.

Αφού προσπέρασες τη Σκύλα και τη Χάρυβδη κι αφού κατάφερες να σπαταλήσεις είκοσι λεπτά για μία διαδρομή τριών χιλιομέτρων χωρίς κατάρες και πολεμικές τέχνες, είσαι πλέον το πρώτο στην σειρά αμάξι που περιμένει να πρασινίσει εκείνο το σιχαμένο φανάρι για να στρίψεις αριστερά και σχεδόν έφτασες. Έχεις ήδη στείλει μήνυμα στο αφεντικό σου ότι «μπορεί να αργήσω λίγο, έχει κίνηση».

Νιώθεις πολιτισμένος, νιώθεις Ευρωπαίος, νιώθεις ήρωας του δρόμου μιας κι έχεις κρατήσει μια στάση ανώτερη και «τελοσπάντων, δε πειράζει» σε όλη τη διαδρομή έως τώρα. Τότε ακριβώς συμβαίνει αυτό το ένα πράγμα που θα τινάξει την ορμόνη θυμού σου σε τέτοια επίπεδα που θα σου βγει από τα αυτιά.

Είναι ο εξυπνάκιας οδηγός. Πρόκειται για αδιευκρίνιστης μάρκας σαράβαλο, που θα περάσει από το πλάι σου ξυστά, κοιτώντας παντού ατάραχα αλλού, και θα μπει σφηνωτά και στραβά με δύο ξερογκαζώματα μπροστά σου. 

Έχεις πια γουρλώσει τα μάτια τόσο, που κρέμονται από μία λεπτή κλωστή λίγο πριν εκραγείς. Προσπαθείς να βρίσεις αλλά δεν μπορείς, γιατί η φωνή δε βγαίνει από την τσαντίλα σου. Προφανώς προσπαθείς να ανοίξεις τρύπα στην κόρνα αφού δεν έχεις σταματήσει να κοπανάς το χέρι σου στο τιμόνι. Είσαι ένα βήμα πριν το εγκεφαλικό και ο εξυπνάκιας ρίχνει ίσα μία ματιά από τον καθρέφτη για να σου κάνει εκείνο το νεύμα «σιγά μωρέ, πώς κάνεις έτσι!»

Έναν πούστη κοίτα ρε!

Και ξέρεις ότι η βία φέρνει βία. Και δε θες να αργήσεις κι άλλο στη δουλειά. Θες όμως να κατέβεις και να τον βάλεις να καθαρίσει όλη την Κηφησίας από τα πεταμένα αποτσίγαρα.

Δεν ξεχνάς και δε συγχωρείς.

Δύο «γαμώ το στανιό μου» και τρία «μα πόσο μαλάκας είσαι» μετά, ανάβει πράσινο και τον πιάνεις στο κυνήγι. Κοκκινίζεις, πρασινίζεις, τον φτάνεις, τον προσπερνάς και ναι ρε πούστη μου, τον μουντζώνεις από το μισάνοιχτο παράθυρο.

Road rage και κλάιν μάιν. Σαν να ξύπνησες λιγάκι νομίζω. Έλα τώρα, τσώπα!

Πιάσε τον καφέ σου που έχει χυθεί στο πάτωμα του συνοδηγού και πήγαινε στο γραφείο να γκρινιάξεις για τα χάλια των Ελλήνων οδηγών.

Συντάκτης: Αμάντα Πατσοπούλου