Πάει καιρός που γυρεύω παλιές εικόνες κι αρώματα.

Πάνε έξι με εφτά χρόνια τώρα που ζηλεύω. Ζηλεύω αφόρητα μαζί με μια δόση νοσταλγίας το φοιτητή εαυτό μου. Αναπολώ με φθόνο αυτό το ξέγνοιαστο τυπάκι που δεν είχε ωράριο, δεν είχε πρόγραμμα και δεν είχε «πρέπει» παρά μόνο «θέλω».

Θα με πεις τώρα ανώριμη και «κολλημένη». Θα πεις πως «η ζωή συνεχίζεται» και πως η κάθε ηλικία έχει τις ομορφιές της. Ναι, θα συμφωνήσω, αλλά θα σου τονίσω επίσης πως σαν την φοιτητική ζωή, δεν έχει.

Όσο δύσκολα κι αν πέρασες τις μέρες σου, όσο άδειες κι αν ήταν οι τσέπες σου, όσο κι αν σου έλειψαν οι φίλοι, οι έρωτες και οι βολές της εφηβείας σου, ποτέ δεν ήσουν πιο ανέμελος και πιο αυθεντικός άνθρωπος.

Δεν είναι το νεαρό της ηλικίας που κάνει τους φοιτητές μια κατηγορία ανθρώπων μοναδική και ξεχωριστή. Είναι ο τρόπος ζωής και σκέψης που τους εξορίζει στη χώρα του παραμυθιού. Ακόμα και οι πιο ατυχείς, αυτοί που δεν έφυγαν ποτέ από το παιδικό δωμάτιο τους, ακόμα κι αυτοί, νοσταλγούν.

Ας μιλήσουμε όμως εδώ για την ιδανικότερη των περιπτώσεων, αυτή του «ανεξάρτητου» φοιτητή που «πέρασε» στην ελληνική επαρχία. Πρόκειται για τον φοιτητή που, κάποιο απόγευμα ενός Σεπτέμβρη, απλώθηκε στα πόδια του μία άγνωστη μικρή πόλη, ολάκερη για πάρτη του.

Το αίσθημα της απόλυτης ελευθερίας και της πλήρους ευθύνης του εαυτού σου σε πλημμυρίζουν από την πρώτη κιόλας στιγμή που αποχαιρετάς τους γονείς σου δακρύβρεχτα σε κάποιο σταθμό ή λιμάνι. Και μετά σιωπή.

Είναι δύσκολο να διαχειριστείς μεμιάς τόσα πρωτόγνωρα συναισθήματα. Είναι ακόμα πιο δύσκολο να διαχειριστείς τον απότομα ελεύθερο κι αποκλειστικά δικό σου χρόνο. Χαζεύεις. Δεν ξέρεις τι θες να πρωτοκάνεις την πρώτη νύχτα της φοιτητικής σου ζωής.

Είναι ακριβώς αυτή η λεπτή ισορροπία μεταξύ της τρομακτικής ελευθερίας και της απόλυτης ευθύνης που σε κατακλύζουν, που σε αναγκάζουν να γνωρίσεις σύντομα τα όριά σου.

Και, πίστεψέ με, φοιτητής που δεν εξερεύνησε τον πραγματικό του εαυτό, κάποιο λάθος έκανε και το «πτυχίο» του θα είναι πάντα λειψό.

Δεν περνάνε παρά μόνο λίγες μέρες, μέχρι να αρχίσεις να καταλαβαίνεις ότι έπιασαν τόπο οι Πανελλήνιες και σου χάρισαν το πιο σπουδαίο δώρο που έχεις πάρει ποτέ: πέντε περίπου απίστευτα έντονα και δημιουργικά χρόνια. Πέντε περίπου χρόνια που αξιοποιείς επιτέλους το εκατό τοις εκατό των δυνάμεών σου.

Συνήθως «σπιντάρεις» απότομα και ξεχνάς πώς στο καλό βρέθηκες εκεί.

Πώς γίνεται να ξέρεις κάποιον μόλις δύο μήνες και να τον νιώθεις αδελφό σου;

Πώς βρέθηκες να διαβάζεις Απειροστικό Λογισμό Ι στις πέντε τα ξημερώματα;

Γιατί μυρίζει η ανάσα σου τεκίλα στις δέκα το πρωί;

Γιατί πρέπει να τρώμε κάθε μέρα;

Τι εννοεί αυτός όταν λέει «Δεν δίδεται τυπολόγιον. Είναι στις προαπαιτούμενες γνώσεις»;

Ποιανού είναι αυτή η μπλούζα στην κουζίνα τέλος πάντων και πώς γίνεται να ταιριάζουν οι γίγαντες κονσέρβα με τα προχθεσινά μακαρόνια;

Ξαφνικά θες να τα μάθεις όλα, θες να ρουφήξεις σαν σφουγγάρι γνώσεις από κάθε πηγή. Συνειδητοποιείς ότι όλα τα προλαβαίνεις, αρκεί να έχεις καφέ.

Ερωτεύεσαι, διαβάζεις ποίηση, ξενυχτάς με την κολλητή σου χωρίς λόγο. Εκμηδενίζεις αποστάσεις για ένα τσιγάρο στα σκαλάκια στην πλατεία, τρως λίγο και χορεύεις πολύ. Νιώθεις σαν ένας μικρός θεός και η πόλη που σε φιλοξενεί είναι πλέον η πατρίδα σου.

Νιώθεις ντόπιος και αγαπάς μυρωδιές και πλακόστρωτα σοκάκια. Χτίζεις με τόμους βιβλίων αυτοσχέδια σκαμπό και εικοσιπέντε μόλις τετραγωνικά είναι υπεραρκετά για να χωρέσουν το ανήσυχο πνεύμα σου.

Γεμίζεις με μουσικές την κάθε σου στιγμή, κοιμάσαι και κάνεις φασαρία στο ολόδικό σου σπίτι ό,τι ώρα θες.

Έρχονται και φεύγουν εξεταστικές, οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια σου είναι σαν βινύλια σαρανταπέντε στροφών και πού και πού παρακαλάς να τελειώσει όλο αυτό και να σηκωθείς να φύγεις. Απογοητεύεσαι με τις δυνατότητές σου, μαθαίνεις τι σημαίνει ομαδικότητα και επιτέλους καταλαβαίνεις τι σημαίνει μαστοριά στο σκονάκι.

Καμιά φορά τα βάζεις με την πόλη. Βρίζεις και κλοτσάς τα φύλλα τους χειμώνες που είναι τόσο άδεια και βαρετή. Θες να τα παρατήσεις και να φύγεις επιτέλους και να πεις ότι μεγάλωσες. Ανυπομονείς να πιάσεις μία σταθερή και σοβαρή δουλειά, να «πιάσεις λεφτά» και να αποδείξεις σε όλους ότι τόσο διάβασμα που έχεις ρίξει είναι αρκετό να αλλάξει τον κόσμο.

Μέχρι που φθάνεις εκεί που τα βιβλία πια δεν χωράνε σε βαλίτσες. Ψάχνεις άδειες κούτες στα σουπερμάρκετ για να πακετάρεις και έχεις μία φάτσα σαν θλιμμένο κουτάβι. Να ξέρεις ότι εννιά στους δέκα κλαίνε στο λιμάνι ή στο σταθμό καθώς αποχωρίζονται την ελευθερία τους.

Είναι καταθλιπτικός και άρρωστος ο γυρισμός.

Άνθρωπος που δεν «έφυγε για σπουδές» ποτέ δεν θα σε καταλάβει. Και μα το Θεό, μην αρχίσεις να λες σε όλους πόσο θέλεις να γυρίσεις πίσω, θα σε περάσουν για τρελό.

Τα φοιτητικά τα χρόνια σου είναι θησαυρός και δεν τα μοιράζεσαι. Αυτό το ξέρουν μόνο όσοι ήταν εκεί μαζί σου και συνωμοτικά κάνουν πια like στο facebook σε κάτι ακαταλαβίστικες αναρτήσεις που κάνεις ώρες-ώρες χωρίς αφορμή.

Από την ημέρα που έφυγες από την πόλη σου, να ξέρεις ότι θα σε προσπεράσουν δέκα περίπου χρόνια με ταχύτητα φωτός. Μια μέρα θα σημειώνεις στην ατζέντα σου κάποια ημερομηνία και θα συνειδητοποιήσεις ότι το 2001 μπήκες στη σχολή και, ναι, αυτό ήταν πριν από δεκαπέντε χρόνια.

Ζηλεύεις και φθονείς το φοιτητή εαυτό σου που τον έχασες πλέον μέσα σε κούφια deadline, βιογραφικά, πιστωτικές, δάνεια και πιεσμένες δεκαήμερες διακοπές.

Πηγαίνεις σουπερμάρκετ τα Σάββατα χωρίς να βρόμας τεκίλα και πλέον μισείς τις Δευτέρες.

Μην είσαι αχάριστος. Είπαμε, η ζωή συνεχίζεται και κάθε ηλικία έχει τη χάρη της, Το έζησες και είσαι τυχερός γι αυτό.

Αφιέρωσε ένα απογευματινό καφεδάκι στις αναμνήσεις σου και άραξε στο μπαλκόνι χαμογελώντας.

Ελπίζω μόνο, να θυμάσαι ακόμα να παίζεις καλό τάβλι.

 

Συντάκτης: Αμάντα Πατσοπούλου