«Ζωή σε εσάς»

Κι ακούγοντας αυτή τη φράση κατανεύεις θετικά, δίνεις το χέρι σε χειραψία και ευχαριστείς όσους παρευρέθηκαν για να σου συμπαρασταθούν σε μια τόσο δύσκολη στιγμή.

Κι αυτό ήταν. Η τελετουργία ολοκληρώθηκε.

Επιστρέφεις στο σπίτι ψυχικά και σωματικά καταβεβλημένος. Κάθεσαι στον καναπέ, παίρνεις μια βαθιά ανάσα και προσπαθείς να ανασυγκροτηθείς. Εκείνη την ώρα είναι που θα δεις πάνω στο τραπέζι τη λίστα του σουπερμάρκετ με όσα πρέπει να αγοράσεις αύριο. Ένα χαρτάκι υπενθύμισης ότι έχεις να παραλάβεις ένα δέμα από το ταχυδρομείο. Ένα μήνυμα στο κινητό για να πας εσύ να πάρεις το αυτοκίνητο από το συνεργείο. Ένα mail ότι αύριο το μεσημέρι έχει συνέλευση ο σύλλογος γονέων και κηδεμόνων και πάει λέγοντας.

Και εκεί είναι που αρχίζεις σιγά σιγά και συνειδητοποιείς, πως ακόμη και αν εσύ αισθάνεσαι τον κόσμο σου να έχει ολοσχερώς καταρρεύσει, τίποτα δεν έχει παύσει και τα πάντα γύρω εξακολουθούν και λειτουργούν κατά τη συνήθη πορεία τους. Διότι η επόμενη μέρα θα ανατείλει κανονικά στην καθιερωμένη της ώρα. Κι εσύ θα πρέπει να είσαι στην ώρα σου στο γραφείο. Θα πρέπει να έχεις ολοκληρώσει το πρότζεκτ για τη δουλειά. Θα πρέπει να έχεις διαβάσει για το μάθημα. Θα πρέπει να ανταποκριθείς και να φέρεις σε πέρας τις καθημερινές σου υποχρεώσεις. Ανεξάρτητα με το αν νιώθεις ψυχικά έτοιμος ή όχι να συνεχίσεις τη ζωή από εκεί που την άφησες. Όπως έκανες πάντα έως τώρα. Σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα. Διότι αυτοί που στο είπαν είχαν δίκιο. «Η ζωή συνεχίζεται». «Ζωή σε εσάς». Γιατί πράγματι η ζωή, που απομένει σε αυτούς που μένουν πίσω, συνεχίζεται και πρέπει να συνεχιστεί. Το θέμα βέβαια είναι το πώς;

Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου αποτελεί πάντα ένα βίαιο, ξαφνικό και σκληρό χτύπημα. Καλείται κανείς να αναπροσαρμοστεί σε νέες βάσεις και δεδομένα. Να αποδεχτεί το κενό και να μάθει να ζει με αυτό. Ένα κενό πραγματικό και άμεσα αντιληπτό. Ένα κενό που αποτυπώνεται σε ένα πιάτο λιγότερο στο τραπέζι. Σε μία καρέκλα που περισσεύει. Σέ ένα άδειο δωμάτιο. Σε ρούχα αφόρετα. Σε αντικείμενα πλέον ανέγγιχτα και σκονισμένα. Και όλα αυτά καλείται να τα διαχειριστεί κανείς ενώ παράλληλα οι άλλοι γύρω του έχουν πολλές φορές την απαίτηση να συμπεριφέρεται στην καθημερινότητά του σαν να μην έχει επέλθει αυτή η συνταρακτική μεταβολή.

Στην αναμέτρηση με το πένθος γίνεται δεκτό -και εάν δε γίνεται θα έπρεπε να γίνεται- πως δεν υπάρχει σωστός και λάθος χρόνος, ούτε φυσικά σωστός και λάθος τρόπος διαχείρισης. Ο κάθε άνθρωπος παίρνει τον χρόνο του για να επουλώσει τις πληγές του και το επιχειρεί με τον τρόπο που κάνει εκείνον να αισθάνεται καλύτερα.

Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας ίασης έχει παρατηρηθεί πως αρκετοί  άνθρωποι, αφότου χάσουν ένα δικό τους πρόσωπο αναπτύσσουν την ανάγκη να εξακολουθήσουν να επικοινωνούν μαζί του είτε γράφοντας γράμματα είτε συνηθέστερα στέλνοντας τους μηνύματα όπως ακριβώς έκαναν και όσο αυτοί ζούσαν. Και μολονότι ως συμπεριφορά, το να στέλνει κάποιος μηνύματα σε ένα πρόσωπο που γνωρίζει πως δε βρίσκεται πια στη ζωή, μπορεί να μοιάζει κάπως ανησυχητική και προβληματική, οι ειδικοί στην ψυχική υγεία έρχονται να επιβεβαιώσουν πως όχι μόνο δεν τίθεται ζήτημα προβληματισμού αλλά μάλιστα η μέθοδος αυτή βοηθά στην αντιμετώπιση της θλίψης και του πένθους. Στον βαθμό και στο μέτρο που αυτού του είδους η συμπεριφορά δεν εξελίσσεται σε εμμονή και άρνηση αποδοχής του γεγονότος του θανάτου, γίνεται δεκτό πως αποτελεί συχνά έναν αποτελεσματικό τρόπο διαχείρισης, έκφρασης και εξωτερίκευσης των συναισθημάτων του ατόμου. Αυτό διότι στις περισσότερες περιπτώσεις, σε εκείνον που βιώνει την κατάσταση της απώλειας, προκαλείται ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων με κυρίαρχο συνήθως την ενοχή και τη μετάνοια. Μετάνοια για λόγια που δεν ειπώθηκαν και από την άλλη ενοχή για σκληρά λόγια που ανταλλάχθηκαν. Είναι το πιο κοινό παράπονο όσων μένουν πίσω, ότι για διάφορους λόγους είτε δεν πρόλαβαν είτε δεν μπόρεσαν να εκφράσουν στην ώρα τους όσα ένιωθαν.

Δε ζήτησαν εκείνη τη συγγνώμη. Δεν είπαν εκείνα τα σ ’αγαπώ. Δεν έδειξαν την ευγνωμοσύνη τους στον άλλον όσο ήταν ακόμη κοντά τους. Πράγματα που τώρα θα εύχονταν να είχαν μοιραστεί. Μερικά μακάρι που τώρα τους ταλανίζουν. «Μακάρι να ήξερες πόσο περηφαν@ ήμουν για σένα. Μακάρι να σου είχα πει πόσο με βοήθησες τότε. Πόσο σε αγαπώ. Ότι δεν είχα θυμώσει και τόσο τελικά και ότι δεν εννοούσα αυτά που είπα. Πόσο μου λείπεις.»

Από την άλλη, η ανάγκη για επικοινωνία αφορά όχι μόνο όσα έγιναν, αλλά συχνά και όσα συμβαίνουν από εδώ και πέρα. Όλα εκείνα τα όμορφα, σημαντικά αλλά και άσχημα συμβάντα στη ζωή εκείνου που έμεινε πίσω και που θα ευχόταν να μπορούσε να τα μοιραστεί με το αγαπημένο του πρόσωπο. Σκέψεις που αρχίζουν πάντα με ένα «αν ήσουν εσύ εδώ». Σκέψεις που είναι λυτρωτικό για εκείνον που πενθεί να τις εξωτερικεύσει. Και γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι καθόλου ανησυχητικό το να εξακολουθεί κάποιος να στέλνει μηνύματα σε έναν άνθρωπο που έχει χάσει. Τουναντίον, έχει θεραπευτική αξία.

Μιλάς για εκείνον που αγαπάς, σε εκείνον που αγαπάς. Έστω κι αν αυτό συμβαίνει σε μια παλιά, «νεκρή» συνομιλία στο messenger όπου δε θα λάβεις ποτέ απάντηση. Διότι, δημιουργείται έτσι η αίσθηση πως πρόλαβε κανείς να πει όσα ήθελε. Όσα θα έλεγε αν γνώριζε εξ αρχής, πόσος χρόνος του απομένει. Όσα θα συνέχιζε να λέει αν το άλλο πρόσωπο δεν είχε φύγει ποτέ από τη ζωή. Δίνεται η εντύπωση πως συντελείται με αυτόν τον τρόπο ένας «σωστός» αποχαιρετισμός. Ένας αποχαιρετισμός που καταπραΰνει κάπως τον αιφνιδιασμό της επέλευσης του θανάτου. Ένας αποχαιρετισμός που δεν εξαλείφει τον πόνο της απώλειας αλλά τουλάχιστον έως έναν βαθμό  τον μετριάζει.

Συντάκτης: Παναγιώτα Παπακωνσταντίνου