Η τέχνη είναι απορία της ανάγκης μας να τοποθετήσουμε την ψυχή μας σε ένα πλαίσιο πραγματικότητας. Θα λέγαμε πως αποτελεί έναν τρόπο να δώσουμε υπόσταση σε συναισθήματα και σκέψεις, να κάνουμε ύλη το άπιαστο, το ονειρικό. Ακολουθεί τη ζωή, τη μιμείται, την κοροϊδεύει, την επικρίνει, τη μαλώνει, την αρνείται, την καταδικάζει, την αγκαλιάζει, όπως και να ‘χει την πιάνει από το χέρι και προχωρούν μαζί.

Δεν είναι τυχαίο πως κάθε φορά που η κοινωνία βράζει σαν καζάνι με διάφορα θέματα που μπορεί να την απασχολούν, η τέχνη έρχεται να πάρει θέση, να μεταμορφωθεί, να προσαρμοστεί και να ανθήσει. Πολλά καλλιτεχνικά ρεύματα δημιουργήθηκαν μετά -ή κατά τη διάρκεια- συνθηκών μέσα στις οποίες το κοινωνικό γίγνεσθαι φλεγόταν. Ένα από αυτά, είναι ο Ντανταϊσμός!

Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου αιώνα κάπου στα μέσα του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου όπου στη Ζυρίχη γεννιέται έναν νέο καλλιτεχνικό ρεύμα, το Νταντά. Από το όνομά του και μόνο καταλαβαίνουμε ότι το σημαντικό σε αυτό το κίνημα είναι η παντελής έλλειψη λογικής νοηματοδότησης. Προέκυψε από συλλαβές που προφέρουν κυρίως τα μωρά στις πρώτες προσπάθειες απόδοσης λόγου. Χωρίς σκέψεις, προερχόμενες φυσικά και καθόλου κατευθυνόμενες. Δημιουργός του κινήματος και σημαντικό πρόσωπο καθ’ όλη την πορεία του, αποτέλεσε ο Ρουμάνος ποιητής Τριστάν Τζαρά. Δύο μανιφέστα γράφτηκαν για το κίνημα αυτό· ένα το 1916 και ένα το 1918 αναλύοντας όλα τα στοιχεία και τις διαθέσεις που πρέσβευε.

Ο Ντανταϊσμός, χρονικά, εμφανίστηκε σε μία περίοδο δύσκολη σχεδόν τρομακτική, ακριβώς στο σημείο που ο κόσμος είχε πια χάσει και την  παραμικρή βεβαιότητα και κάθε πίστη του στις απόλυτες αξίες. Ο ορθολογισμός των προηγούμενων χρόνων μας είχε οδηγήσει σε έναν φρικτό πόλεμο, άρα; Η μόνη διέξοδος και η μόνη λύση που φαίνονται σωστές ήταν επιστροφή στην αυθεντικότητα. Επιστροφή στα φυσικά ένστικτα σε εκείνα που σε κάνουν να αντιστέκεσαι σε ό,τι προκαλεί η λογική. Το παράδοξο, το παράλογο και το φανταστικό είναι το τρίπτυχο του κινήματος και θα λέγαμε πως μέσα σε αυτές τις τρεις λέξεις περιγράφονται όλα όσα ήθελε να φωνάξει.

Οι αντιφάσεις μας γενιάς που μεγάλωσε στη σκιά ενός πολέμου έρχονται να πέσουν σαν βροχή επάνω στους «πατεράδες» τους. Στην προηγούμενη γενιά που με τις πράξεις τους έφεραν την ανθρωπότητα να παλεύει μέσα σε ανούσιες μάχες και πολέμους που το μόνο που ξέρουν είναι να στερούν παιδιά από τις μάνες. Η κεντρική ιδέα λοιπόν έγκειται στη δημιουργία ενός νέου κόσμου· για να γίνει όμως αυτό ο παλιός, θα πρέπει να γκρεμιστεί. Είναι τόσο σαθρός και σάπιος που δεν μπορεί παρά να διαλυθεί συθέμελα για να έρθει ο νέος να βρει πρόσφορο έδαφος να ανθίσει. Ο εξτρεμισμός τους οδηγούσε με κάθε τρόπο στην αρχέγονη φύση του ανθρώπου σε κάθε είδος τέχνης (βλέπε κι αυτόματη γραφή χωρίς ροή, λογική και ειρμό) όπως αυτό δεν περιοριζόταν μόνο στην τέχνη, ήταν κομμάτι ολόκληρης της ζωής τους.

Η κατάσταση αυτή δεν είναι μακρινή από τη σημερινή. Ζούμε σε συνθήκες βάναυσες, σκληρές και βλέπουμε έναν σάπιο κόσμο που έχει αρχίσει σιγά σιγά να γκρεμίζεται. Είναι σαν να έχει ανάψει ένα σπίρτο και η φωτιά πηγαίνει αργά αργά προς την κροτίδα· και όταν φτάσει; Η οργή των πληγωμένων ανθρώπων, η οργή των ανθρώπων που ζουν στη σκιά της εκμετάλλευσης, της βίας, ενός «αόρατου» πολέμου είναι πια εκείνη που θα σημάνει την οριστική έκρηξη. Η βία γενιά βία και όπως λένε οι Ντανταϊστές δεν μπορείς να φτιάξεις έναν νέο κόσμο στα απομεινάρια ενός παλιού. Πρέπει να τον διαλύσεις, να καθαρίσεις και να χτίσεις ξανά από την αρχή.

Βρισκόμαστε πια στη φάση που αναγνωρίζουμε και βλέπουμε την ασχήμια του κόσμου που έφτιαξαν οι πριν από εμάς για μας κι είμαστε η γενιά που αναλαμβάνει την κάθαρση. Ιδανικά τα εξτρεμιστικά μέσα θέλουμε πραγματικά να λείπουν αλλά πόσες φορές η επανάσταση βάφτηκε κόκκινη γιατί δεν υπήρχε άλλο χρώμα; Πόσες φορές για να κερδίσει το δίκιο έπρεπε να φωνάξει γιατί κανείς δεν το άκουγε όταν μιλούσε; Η ώρα για να αμφισβητήσουμε και να προχωρήσουμε ήταν τότε, τώρα και πάντα.

 

Συντάκτης: Μαρία Αθανασοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου