Από το ίδιο σπίτι, σε άλλους πλανήτες. Μεγαλώσατε μαζί. Κι όμως, σήμερα, αν σε ρωτήσω τι νιώθεις για τον/την αδερφό/ή σου, ίσως κάνεις μια παύση. Ίσως σφίξεις τα δόντια. Ίσως νιώσεις ντροπή που σκέφτεσαι «τίποτα» ή ακόμα χειρότερα θυμό. Ή και μίσος. Μπορεί να λες «δε μισώ, απλώς έχω απομακρυνθεί». Ε, λοιπόν, άσε με να σου πω κάτι. Τα αδέρφια δεν απομακρύνονται απλώς. Κάτι έσπασε. Κάτι τους έσπασε. Και μάλλον το έσπασε κάποιος που είχε τα κλειδιά του σπιτιού. Γιατί αδέρφια δε γίνονται εχθροί μόνα τους.

Μεγαλώσατε μαζί. Φάγατε από το ίδιο τραπέζι, με τα χέρια να μπλέκονται πάνω από το ταψί. Παίξατε στα ίδια χαλιά, φτιάξατε φανταστικούς κόσμους με μαξιλάρια και κουβέρτες, κρυφτήκατε πίσω από κουρτίνες, στήσατε κάστρα με τουβλάκια και κάνατε τον καναπέ πειρατικό καράβι. Κοιμηθήκατε σε κουκέτες, ο ένας πάνω, ο άλλος κάτω, και μιλούσατε ψιθυριστά όταν έσβηνε το φως, λες και είχατε ένα μυστικό που δεν έπρεπε να ακούσουν οι μεγάλοι. Κάποιες φορές, ξυπνούσατε και οι δύο νύχτα, τρέχατε στο ίδιο κρεβάτι από φόβο για τους κεραυνούς. Μπορεί να κάνατε μαζί μπάνιο, να μαλώνατε για το ποιος θα πρωτοπάρει το μεγάλο ποτήρι ή να χαχανίζατε με τα πιο χαζά αστεία που αργότερα δε θα θυμόταν κανείς. Πήγατε διακοπές κρατώντας το ίδιο χέρι. Με τις ίδιες παντόφλες θαλάσσης, τις ίδιες μπλούζες από το πανηγύρι, τις ίδιες φουσκωτές μπάλες που ξεφούσκωναν κάθε Αύγουστο. Τότε, που δεν ήξερες καν ότι υπάρχει κάτι σαν προτίμηση ή σύγκριση. Τότε που πίστευες ότι είστε το ίδιο. Δυο παιδιά στην ίδια οικογένεια, που μεγαλώνουν με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια αγάπη, τους ίδιους κανόνες, τα ίδια μπράβο και τις ίδιες τιμωρίες. Μόνο που δεν ήταν ποτέ ακριβώς τα ίδια.

Και κάπου εκεί αρχίζει να τρίζει το πάτωμα. Το πρώτο «εσύ να προσέχεις, είσαι ο μεγάλος». Το πρώτο «άσε το παιδί, είναι μικρό». Το πρώτο «δεν μπορείς να είσαι σαν την αδερφή σου;» Μπήκαν σφήνα. Ή μάλλον, σου την έβαλαν. Έσπειραν διαφορές εκεί που υπήρχε μόνο κοινή καταγωγή. Δε γεννήθηκες ανταγωνιστικός. Δε γεννήθηκες ζηλιάρης. Σου τα έδωσαν σαν κληρονομιά. Και μάλιστα με το κουτάλι. Κάπου εκεί, στα 8, στα 13, στα 17, ξεκίνησε να χτίζεται αυτός ο τοίχος. Όχι ξαφνικά. Ένα βλέμμα που ένιωθες ότι δεν πήρες. Μια επιβράβευση που την πήρε ο άλλος. Ένα άδικο που έμεινε άλυτο. Κάποια στιγμή σταμάτησες να είσαι αδερφός ή αδερφή. Έγινες ρόλος. Ο καλός. Ο αδιάφορος. Η δύσκολη. Η σκιά. Το βάρος. Το φαβορί. Το φάντασμα. Κι άρχισε να πονάει κάθε φορά που ο άλλος κέρδιζε κάτι. Σαν να σου το έκλεβε από το στόμα.

Οι γονείς δεν είναι ουδέτεροι παίκτες σε αυτή την ιστορία. Όσο κι αν στο είπαν. Όσο κι αν σου είπαν “σας αγαπάμε το ίδιο”. Λυπάμαι, αλλά δεν ισχύει. Όχι όπως το ήθελες. Όχι όπως το ένιωσες. Γιατί το ίδιο δε σημαίνει δίκαια. Και τελικά, τι έμεινε; Εσύ, να κοιτάς ένα πρόσωπο που κάποτε ήταν το άλλο σου μισό και τώρα δεν είναι καν γνωστός. Μπορεί να έχετε το ίδιο αίμα. Αλλά αυτό δε λέει τίποτα πια. Μην ντραπείς αν έχεις φαντασιωθεί να του τα χώνεις. Αν έχεις σκεφτεί να μην πας στη γιορτή από το αδερφάκι σου. Αν το έχεις κάνει mute. Αν έχεις ξεκόψει επειδή δεν άντεχες άλλο την τοξική ειρωνεία, το παθητικό-επιθετικό, την ανάγκη να αποδείξεις ότι αξίζεις. Ξέρεις τι είναι χειρότερο; Ότι η κοινωνία περιμένει από σένα να τα βρείτε. Γιατί είστε αδέρφια. Έλα μωρέ, αίμα είστε, θα σας περάσει. Σόρι, όχι. Δεν περνάει. Αν σε πόνεσε όταν ήσουν παιδί, αν σε πλάκωσε για χρόνια, δεν περνάει έτσι. Σου χαράχτηκε. Σου χάλασε την ψυχή. Να συγχωρέσεις; Μπορείς. Να ξεχάσεις; Εδώ είναι το ζόρι. Γιατί συγχώρεση δε σημαίνει αμνησία. Σημαίνει παραδέχομαι πως έγινε. Σημαίνει δεν το κουβαλάω πια σαν μαχαίρι, αλλά σαν ουλή. Σημαίνει σε βλέπω, αλλά δε σε αφήνω να με κόψεις ξανά. Αυτό, ναι, μπορείς να το κάνεις. Αν το θέλεις.

Και τώρα τι; Τώρα, είσαι μεγάλος. Δεν είσαι πια το παιδάκι που περίμενε ένα μπράβο που δεν ήρθε ποτέ. Δεν είσαι η έφηβη που έσπασε γιατί η μάνα της έλεγε ότι «η άλλη έχει πιο ήρεμο χαρακτήρα». Είσαι εσύ με τις πληγές σου, τη διαδρομή σου, τη σιγή ή τον θυμό σου. Εσύ, που δικαιούσαι να πεις «δε θέλω σχέση με το άτομο αυτό». Και δεν πειράζει. Δεν είμαστε όλοι για συγκολλήσεις. Μερικές ρωγμές δείχνουν μόνο πόσο στραβά χτίστηκε το σπίτι. Ίσως μια μέρα, πολύ αργότερα, βρεθείτε. Σ’ ένα τραπέζι. Σ’ ένα μνημόσυνο. Στην αίθουσα αναμονής ενός νοσοκομείου. Κι ίσως το βλέμμα να έχει γαληνέψει. Ίσως όχι. Δεν είναι υποχρέωσή σου να σώσεις κάτι που οι άλλοι διέλυσαν. Μπορείς, μόνο αν το νιώθεις. Όχι γιατί είναι το σωστό. Το σωστό είναι να έχεις εσύ ειρήνη μέσα σου. Αν αυτή η ειρήνη σημαίνει απόσταση, τότε κράτα την.

Κι αν ποτέ σου πουν ότι κάνεις λάθος που δεν τα ξαναβρήκες, πες τους απλώς· «Εσύ δεν ήσουν εκεί όταν πόναγα. Εσύ δεν ήσουν εκεί όταν με αγνοούσαν. Εσύ δεν ήσουν εκεί όταν με έκρινες. Εσύ δεν ήσουν στο δωμάτιο που έχασα τον εαυτό μου, επειδή έπρεπε να είμαι το αντίθετο του άλλου». Κι αν νιώθεις τύψεις; Είσαι άνθρωπος. Όχι ρομπότ. Αλλά είσαι και αρκετός. Δε σου χρωστάνε όλοι συγγνώμη. Ούτε τους τη χρωστάς εσύ. Αδέλφια γίνονται εχθροί. Γιατί πρώτα, κάποιοι τα έμαθαν να είναι αντίπαλοι. Αν θέλεις να το σπάσεις αυτό, σπάσ’ το. Αν όχι, δεν πειράζει. Δεν είσαι κακός. Είσαι απλώς ένα παιδί που κάποτε άξιζε ίση αγάπη. Και δεν την πήρε. Αλλά τώρα ξέρει. Και επιλέγει.

Συντάκτης: Ροδάνθη Πατρώνα