Αν θυμάμαι καλά, ήταν χειμώνας. Έβρεχε, έκανε κρύο κι οι δυο στο σπίτι έπιναν ζεστό καφέ. Κάπνιζαν πού και πού, τα παράθυρα ήταν κλειστά κι ο καπνός στριμωχνόταν στο δικό τους δωμάτιο. Καθόντουσαν στο κρεβάτι, αγκαλιά, συζητούσαν για το «μετά» κι έξω άλλαζαν οι εποχές.

Τα φώτα ήταν κλειστά κι οι εικόνες που ακολούθησαν δεν έγιναν ποτέ γνωστές. Γνωρίζονταν από παλιά, παρά το γεγονός πως το παρελθόν τους δεν είχε σημασία και το μέλλον δεν τους ενδιέφερε. Ζούσαν κάθε μέρα τους σαν να μην υπήρχε επόμενη, δένονταν καθημερινά όλο και περισσότερο και φαντάζονταν την υπόλοιπη ζωή τους μέσα σε αυτό το δωμάτιο.

Αν θυμάμαι καλά, την αγαπούσε πολύ. Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία κι ο καθρέφτης που απεικόνιζε τη σχέση τους έδειχνε πως δύσκολα θα ράγιζε. Ένας έντονος καβγάς όμως, κάποια νεύρα που δεν είχαν λόγο να εμφανιστούν, δύο κουβέντες παραπάνω που προτιμότερο θα ήταν να μην είχαν ειπωθεί και κάνα-δυο αντικείμενα στο πάτωμα, έκαναν τους πρωταγωνιστές να εγκαταλείψουν όσα τους έδεναν.

Να αφήσουν το δωμάτιο, να μην περπατήσουν μαζί στο κρύο και να τραβήξουν ξεχωριστά μονοπάτια. Ορκίστηκαν πως δε θα ξαναμιλήσουν, διέγραψαν κάθε φωτογραφία κι οποιοδήποτε στοιχείο μαρτυρούσε την τρίμηνη συνύπαρξή τους, έκαψαν τα κλειδιά του δωματίου και προχώρησαν τη ζωή τους.

Αν θυμάμαι καλά, όσα ακολούθησαν αποτέλεσαν προσπάθειες για να πάψουν να θυμούνται. Τα άδεια πακέτα, η έντονη μυρωδιά κάθε διαφορετικού ποτού, οι επίμονες συζητήσεις με φιλικά τους πρόσωπα και τα παράλογα ξεσπάσματα για το λόγο που δεν έκατσαν να συζητήσουν λίγο παραπάνω, γέμιζαν την καθημερινότητά τους.

Επέλεγαν να μην αναζητήσουν αντικαταστάτες και να αναμένουν καρτερικά την οποιαδήποτε κίνηση θα έκανε ο ένας απ’ τους δύο. Ο καιρός πέρναγε, όμως, η υπομονή τελείωνε, η κλεψύδρα άδειαζε και τα τασάκια που φιλοξενούσαν τον νταλκά τους άρχισαν να λυγίζουν.

Αν θυμάμαι καλά, την πρώτη απόπειρα επανασύνδεσης την έκανε αυτός. Δεν άντεξε άλλο μακριά της, την πήρε τηλέφωνο και ζήτησε να τη δει. Η απάντηση ήταν θετική και το επόμενο χειμωνιάτικο πρωί συναντήθηκαν για να μιλήσουν. Τη ρώτησε πώς περνάει, αν είναι ήρεμη, αν αντεπεξέρχεται στα δύσκολα κι αν της λείπει πού και πού εκείνος.

Της τόνισε πως νοιάζεται γι’ αυτήν και της εξήγησε το λόγο που το τέλος στην ιστορία τους δεν έχει ακόμη οριστεί. Όλα φάνταζαν ξεκάθαρα. Όλα έδειχναν πως με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, θα κατέληγαν πάλι μαζί. Σε εκείνο το σημείο, όμως, εκείνη δείλιασε. Ένιωθε πως η συνέχεια του έργου θα είναι στενάχωρη κι επέλεξε να ξεκινήσει κάποιο καινούργιο. Ζήτησε χρόνο, αποστασιοποιήθηκε συνειδητά, προβαίνοντας σε μια αψυχολόγητη κίνηση και πληγώνοντας τον εαυτό της διπλά!

Αν θυμάμαι καλά, το μετάνιωσε. Με τον καιρό συνειδητοποίησε πως τότε έκανε λάθος, αλλά πλέον ήταν αργά. Δεν υπήρχε τρόπος να το σώσει. Ο λόγος για τον οποίο έπινε, κάπνιζε κι έκανε κακό καθημερινά στον εαυτό της, είχε πάψει πια να υπάρχει. Κάθε ελπίδα επιστροφής στο παρελθόν είχε εξανεμιστεί και κάθε δυνατότητα επικοινωνίας έμοιαζε ανώφελη. Το πήρε απόφαση. Όλα είχαν τελειώσει.

Απ’ την άλλη πλευρά, αν η μνήμη μου δε με απατά, αυτός ξεκίνησε να επισκέπτεται ψυχολόγο. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως η κοπέλα που τον έκανε να ξεχάσει την κάθε προηγούμενη, πλέον άνηκε στις «προηγούμενες». Έχασε το μυαλό του και παρηγορήθηκε πως κάποια στιγμή, κάπου, κάποτε, εκείνη θα έρθει να τον βρει. Η συγκεκριμένη σκέψη τον ανακούφιζε κι έτσι ο ύπνος τον επισκέφτηκε ξανά.

Ήταν μία ιστορία που τους άλλαξε. Κανένας έπειτα από όλα αυτά δεν ήταν ο ίδιος. Τα χρόνια πέρασαν, αλλά συμπτωματικά κι οι δύο δεν ξαναέφτιαξαν τη ζωή τους. Έμειναν μόνοι να αναπολούν εκείνη τη μέρα στο σπίτι. Τη μέρα που γκρέμισαν όσα μόνοι τους έχτιζαν κι ήθελαν να ζήσουν.

Το σπίτι δεν υπήρχε πια. Δεν είχε, άλλωστε, λόγο ύπαρξης καθώς είχε χρόνια να τους συναντήσει μαζί. Αν θυμάμαι καλά, κάπου εδώ η ιστορία έφτασε στο τέλος της. Το κακό είναι ότι εγώ την θυμάμαι. Αυτοί, αντίθετα, την ξέχασαν γρήγορα. Δεν προσπάθησαν όσο έπρεπε κι εκούσια οδηγήθηκαν στην αυτοκαταστροφή!

Συντάκτης: Δημήτρης Μανάκος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη