«Νοιάζομαι, αλλά δεν πρόκειται να στείλω μήνυμα!»

Το ‘χουμε ξεστομίσει λίγο-πολύ στην καθημερινότητά μας, για άτομα για τα οποία πράγματι μας ενδιαφέρουν ακόμη, αλλά οι συγκυρίες που ‘χουν δημιουργηθεί λόγω κάποιας ρήξης στη σχέση μας δε μας επιτρέπουν πλέον να εκδηλωθούμε με τον ίδιο τρόπο που κάναμε παλιότερα. Είτε αναφερόμαστε σε σχέσεις φιλικές, που έληξαν ή με τον χρόνο ψυχράθηκαν, είτε ερωτικές, ανολοκλήρωτες ή ματαιωμένες, η κατάληξη είναι η ίδια. Άπαξ και ράγισε το γυαλί, η μία μεριά μαζεύτηκε εντελώς κι η άλλη έπαψε να εκδηλώνεται. Συνεπώς, παρά το συναίσθημα που συνεχίζει να υπάρχει, πιθανότατα αμοιβαία, η εκδήλωση αυτού παραμένει άφαντη.

Το να νοιάζεσαι, όμως, είναι αναπόφευκτο, ειδικά όταν υπήρξε ειλικρινής εκτίμηση ανάμεσα στους δύο. Κι όσο νοιάζεσαι για έναν άνθρωπο, θέλεις αυτός να ‘ναι καλά και προσπαθείς με κάθε τρόπο να μάθεις τα νέα του για να επιβεβαιώσεις πως δεν έχει συμβεί κάτι άσχημο. Να σου βάλουν τη σφραγίδα ότι πράγματι στη ζωή του προσώπου εκείνου όλα βαίνουν καλώς, χαμογελάει, είναι υγιής κι ιδανικά ευτυχής, ακόμη κι αν εσύ δεν αποτελείς κομμάτι της καθημερινότητάς του. Ωστόσο ελλοχεύει εκείνος ο φόβος, πως αν ρωτήσεις απευθείας το άτομο που σε ενδιαφέρει για τα νέα του, υπάρχει η πιθανότητα της απόρριψης.

Η πιθανότητα το μήνυμά σου να παραμείνει αιωνίως αναπάντητο, και παρά το γνήσιο νοιάξιμό σου, να μείνεις στο «διαβάστηκε».

Ενδεχομένως να σε ανησυχεί κι ο κίνδυνος της συναισθηματικής έκθεσης στην οποία υποβάλλεσαι τη στιγμή που φανερά παραδέχεσαι στο πρόσωπο που νοιάζεσαι ότι ακόμη υπάρχουν κάποια συναισθήματα, όποια κι αν είναι αυτά. Ένα απλό μήνυμα του τύπου «Τι κάνεις;», όσο ξερό κι αδιάφορο μπορεί να φαντάζει εκ πρώτης όψεως, κρύβει αρκετό βάθος στο περιεχόμενό του ανάλογα με τον αποστολέα του. Τα ρίσκο έγκειται στο πώς θα το ερμηνεύσει ο δέκτης, καθώς μπορεί να το μεταφράσει σαν μια απόπειρα του αποστολέα να εισβάλλει στη ζωή του, να βρει ένα πάτημα για να επαναλάβει μια τελειωμένη ιστορία, ενώ στην πραγματικότητα το μήνυμα είναι απλώς μια ερώτηση πραγματικού ενδιαφέροντος, που δε κρύβει κανένα ύπουλο σενάριο από πίσω και δεν τρέφει προσδοκίες για κάτι περισσότερο απ’ την ανταλλαγή νέων.

Είτε, όμως, το μήνυμα κρύβει κάτι ενδόμυχα είτε είναι μια απλή ερώτηση, ο εγωισμός δε σε αφήνει να πατήσεις το κουμπί της αποστολής κι αρκείσαι απλώς στο να ρωτήσεις, εν τέλει, έναν κοινό γνωστό σας για την καθημερινότητα του προσώπου αυτού. Λαμβάνεις όλες τις απαραίτητες πληροφορίες μέσω κάποιου τρίτου και κρύβεσαι ασφαλής στο παρασκήνιο.

Γνωρίζεις, ωστόσο, ότι από στόμα σε στόμα τα νέα μεταδίδονται, και κάποια στιγμή φτάνει στα αφτιά του άμεσα ενδιαφερόμενου ότι κάποιος ρωτάει για εκείνον. Πληροφορείται επίσης και για το πρόσωπο που ρωτάει. Ανεξαρτήτως των συνθηκών που επικρατούν, σίγουρα εκπλήσσεται στην ιδέα ότι ενδιαφέρεται ακόμα κάποιος που ίσως θεωρούσε ότι τον είχε διαγράψει εντελώς απ’ το μυαλό του. Ένα πρόσωπο που ίσως κι ο ίδιος να ‘χε αποκλείσει απ’ τη δική του ζωή. Στην περίπτωση που ο άμεσα ενδιαφερόμενος τρέφει ακόμη αισθήματα επανασύνδεσης, είτε φιλικής είτε ερωτικής, αναθαρρεύει κι αρχίζουν να φυτρώνουν μέσα του ελπίδες, πως ίσως ακόμη υπάρχει φως στον ορίζοντα, ίσως αυτή η ιστορία να μην έχει ρίξει το οριστικό της φινάλε.

Ακόμη, όμως, κι αν η ιστορία αυτή έχει λάβει τέλος και για τα δύο πρόσωπα, η ένδειξη ενδιαφέροντος πάντα συνοδεύεται από μια ικανοποίηση κι ίσως ένα χαμόγελο που είτε φανερώνεται στους έξω είτε κρύβεται πίσω από ένα ανέκφραστο προσωπείο. Η χαρά, όμως, υπάρχει, γιατί τη στιγμή εκείνη επιβεβαιώνεσαι πως ό,τι υπήρξε –αν κι ανήκει πια στο παρελθόν– ήταν αληθινό. Ακόμη κι αν δεν πρόκειται να υπάρξει κάποιου είδους επαφή στο μέλλον, ο σεβασμός κι απ’ τις δύο μεριές δεν παύει να υφίσταται. Ο ένας συνεχίζει να νοιάζεται τον άλλον, ασχέτως του αν οι δρόμοι τους έχουν πλέον χωρίσει. (Ή μήπως όχι;)

Στην τελική, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ένα απλό «Σε νοιάζομαι» κρύβει ανάμεικτα συναισθήματα στο περιεχόμενό του. Όσο έχεις την ικανότητα να ενδιαφέρεσαι για έναν άνθρωπο, παρά τα όσα έχουν συμβεί ανάμεσά σας, τροφοδοτείς εμμέσως ένα αόρατο σχοινί που σας δένει. Μπορεί αυτή η κλωστή να εξασθενήσει αν όλο αυτό είναι μονόπλευρο ή να γίνει πιο δυνατή αν το ενδιαφέρον σου βρει ανταπόκριση.

Και θα βρει ανταπόκριση τη στιγμή που οι ερωτήσεις σου προς τρίτους, απαντηθούν άμεσα με ένα μήνυμα στην οθόνη του κινητού σου,  μια σειρά από γράμματα που θα συνοψίζουν μια πρόταση του τύπου:

«Έμαθα πως ρωτάς τι κάνω, πώς περνάω».

Μια δήλωση που ενδεχομένως θα γράψει μια νέα ιστορία σε μια λευκή σελίδα του ίδιου βιβλίου.

Συντάκτης: Γεωργία Κανδηλανάπτη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη