Είναι μερικοί άνθρωποι που θέλουν πολύ να αγαπηθούν, μα δε βρίσκουν τον τρόπο.
Είναι άμαθοι; Ξέχασαν το πώς; Δεν το γνώρισαν ποτέ ίσως; Κανείς δεν ξέρει. Πάνε να αγκαλιαστούν και μπερδεύουν τα χέρια τους.
Κι έρχεται μιά μέρα που τους απλώνει η αγάπη τα χέρια κι αντί να την πιάσουν τρυφερά να σουλατσάρουν παρέα, από τρόμο τα χώνουν βιαστικά στις τσέπες τους. Να φταίει που έμαθαν να βαδίζουν μόνοι;
Δεν είναι αυτοί που φοβούνται, είναι αυτοί που τη θέλουν πολύ. Και το «πολύ» όταν το νιώθεις ξαφνικά ,ενώ ήσουν συνηθισμένος στο «λίγο», δεν ξέρεις πώς να το διαχειριστείς.
Τους βλέπεις να περπατούν αδέξια ο ένας δίπλα στον άλλον, χαμογελώντας αμήχανα.
Εκείνη τακούνι, εκείνος αθλητικά. Δεν έχουν σταθερό βηματισμό. Τρεκλίζουν καθώς προσπαθούν να συντονιστούν και να ακουμπιστούν.
Δεν είναι μικρά παιδιά, αλλά αγαπάνε σαν αυτά. Αθώα και άδολα.
Δεν έχουν ρόλους, δε γνωρίζουν από αυτούς. Άμυνες έχουν, γιατί ξέρουν από πληγές.
Φωνάζουν για να οριοθετήσουν τα «πρέπει» τους και ψιθυρίζουν τα πιο απόκρυφά τους «θέλω».
Βουρκώνουν στις αγκαλιές τους απ’την άγνοια του πώς να αγαπηθούν και να αγαπήσουν.
Είναι τότε η μαγική στιγμή που τα χέρια βγαίνουν απ’τις τσέπες και βρίσκουν τη θέση τους στα χέρια του άλλου. Η στιγμή που συνειδητοποιείς πως βαδίζετε συντονισμένοι στο ίδιο μονοπάτι, χωρίς προσπάθεια.
Εκείνη του λέει «σ’αγαπώ», για πρώτη φορά στο σκοτάδι για να μετρήσει αν το αντέχει. Χωρίς να τον κοιτάει στα μάτια, χωρίς να βλέπει αντιδράσεις.
Εκείνη που ακουμπάει την παλάμη της πάνω στην καρδιά του, για να μάθουν να χτυπούν στον ίδιο παλμό.
Εκείνη που τον αγκαλιάζει σφιχτά για καληνύχτα, μήπως μπει ο ένας στα όνειρα του άλλου και γλυτώσουν από εφιάλτες.
Δε γνωρίζουν πώς είναι το ιδανικό. Αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο να το πετύχουν. Κι ίσως το ιδανικό να είναι πολύ προσωπική υπόθεση, τελικά.
Μοιάζουν σαν παλιάτσοι της αγάπης, με ξεχαρβαλωμένα ρούχα και ξεκούρδιστες κιθάρες, που γυρνούν στις πλατείες των πόλεων, τραγουδώντας παλιούς σκοπούς.
Φτιάχνει εκείνος καινούργιους και τους τραγουδάει κι εκείνη τον ακούει γονατισμένη μπροστά του.
Του γράφει εκείνη μια ιστορία κι εκείνος τη διαβάζει και χαίρεται παιδικά, απαντώντας με άκυρα αστεία.
Το κάνουν για την πάρτη τους. Δεν το κάνουν για το θέαμα, δεν περιμένουν χειροκρότημα και σίγουρα δεν είναι από αυτούς που θα υποκλιθούν στο κοινό τους. Γιατί το κοινό, περιμένει την πρώτη παραφωνία τους, την πρώτη λάθος ατάκα.
Οι ήρωες μας δεν υπάρχουν. Τουλάχιστον όχι για εκείνους που έμαθαν να βλέπουν μια συνηθισμένη παράσταση. Αν θέλετε να τους δείτε, κοιτάξτε στις πλατείες των πόλεων. Με την πρώτη ματιά θα σας φανούν παράταιροι. Με ένα βαθύτερο κοίταγμα σχεδόν όμοιοι. Ιδίως τώρα που έμαθαν να αντέχουν το «σ’αγαπω», να το ακούν και να το φωνάζουν, στο φως.
Για σένα.