Μου λείπεις. Πόσο λυτρώνει και πόσο πονάει αυτή η παραδοχή. Μια ιδιαίτερη αντίφαση που μέσα της κρύβεται καθετί που αισθανθήκαμε. Ο καπνός του έρωτά μας συνεχίζει να θολώνει τα βήματά μας. Το γνωρίζουμε καλά κι οι δυο αυτό. Και κάπως έτσι σου ζητώ να ταξιδέψουμε σε όλα αυτά που δεν προλάβαμε να ζήσουμε. Χωρίς να ζητήσουμε τίποτα παραπάνω.

Έχω ανάγκη να μεθύσω απ’ το άρωμά σου. Να νιώσω το σώμα σου. Να πάρω μια τζούρα απ’ την παρουσία σου. Να παγώσουμε το χρόνο όσο πιο πολύ μπορούμε. Να γράψουμε άλλο ένα κεφάλαιο στην ιστορία μας. Κάτι για να έχουμε να θυμόμαστε όταν η μοναξιά μας συντροφεύει.

Απόψε σε φαντάζομαι εδώ. Περπατάς χωρίς να μιλάς. Μια σιωπή ανήμπορη να αποδεχτεί μια πραγματικότητα. Κάθεσαι απέναντί μου, στην αγαπημένη σου θέση. Ανάβεις ένα τσιγάρο. Το τελευταίο του πακέτου. Δεν υπάρχει άλλο. Καθώς το αφήνεις στο κομοδίνο το παρατηρώ προσεκτικά και βλέπω στο κάτω μέρος του να γράφει: «Ο έρωτάς μου βλάπτει τους αδύναμους κι είναι εθιστικός».

Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Δεν υπήρχε τίποτα το κοινότυπο με σένα. Πρεσβεύεις το διαφορετικό. Αυτό που δεν τρέφεται με ημίμετρα και δεν μπορείς ποτέ να το κατακτήσεις ολοκληρωτικά. Κι αν ήθελες να το ανακαλύψεις χρειαζόταν να αφήσεις τον εαυτό σου τελείως ελεύθερο. Θα ήταν υποκριτικό να ψάξω για δικαιολογίες. Όταν δεν προσέξεις κάτι, θα το χάσεις. Τόσο απλό είναι κι εμείς το κάνουμε να γίνεται περίπλοκο. Είναι εκείνη η φυγή που θα αφήσει για καιρό τα σημάδια της πάνω σου.

Ήρθες για να μείνεις ή για να με καταστρέψεις με τον πιο όμορφο τρόπο; Να με σαγηνέψεις με τις ανάσες σου ή να με εκδικηθείς; Με βασανίζουν αυτές οι ερωτήσεις. Μα τρέμω μήπως δε μ’ αρέσουν οι απαντήσεις.

Μπορώ να αισθανθώ κάθε σου σκέψη παρατηρώντας το βλέμμα σου. Ένα ίχνος ευτυχίας. Χαίρομαι που καταφέρνω να το διαβάσω. Η συνηθισμένη σου ψυχραιμία θερμαίνεται με πρόθεση. Μια άγρια γοητεία, έτοιμη να κατασπαράξει συναισθήματα. Δεν υπάρχει καμία διαφυγή μπροστά μου. Και να υπήρχε, δε θα έφευγα. Η φωνή σου με αποσυντονίζει. Με λίγες λέξεις με κρίνεις. Ναι, αυτό που περίμενα. Ξέρω πως δε γίνεται να πω τίποτα. Δε θα μου το επέτρεπες, άλλωστε.

Μια χαοτική επιθυμία με ελέγχει. Βλέπω αυτά τα μάτια που αντανακλούν τα σωστά και τα λάθη μου. Έχουμε ακόμα μία νύχτα μαζί και τίποτα άλλο. Αυτή είναι η υπόσχεσή σου.

Ανασαίνω μέσα από αυτή και σ’ αγγίζω. Μια προμελετημένη συνάντηση με την αφή. Ψάχνω για όλες τις ανάγκες σου. Ένα σημάδι της φλογερής, παθιασμένης ευδαιμονίας σου. Ισχυρή κι ωμή η τριβή των σαρκών μας. Οι αισθήσεις εκρήγνυνται καθώς καιγόμαστε. Πιο δυνατό συναίσθημα δεν ξέρω αν θα ξαναζήσω.

Όσο πιο ψηλά ανεβαίνουμε, τόσο πιο σκληρά πέφτουμε. Το μυαλό προσαρμόζεται στην επόμενη μέρα. Υπάρχουν αναπάντητες ερωτήσεις κι υποσχέσεις ανεκπλήρωτες. Τα θέλω μας εντάχθηκαν εκεί οπού η ψυχή δεν μπορούσε να τα φτάσει. Ο χρόνος κι ο τόπος έχουν παρεμβληθεί, εκθέτοντας μια πικρή αλήθεια.

Η αυλαία πέφτει. Ξημερώνει. Τώρα η σιωπή είναι παράξενη κι εκκωφαντική. Σε χόρτασα, όμως. Διάβασα κάθε λέξη που δεν είπες. Και ταίριαζαν με τις δίκες μου. Το μόνο σίγουρο είναι ότι  δε θα ξεχάσω τη γεύση σου.

Έφυγες όπως ήρθες. Χωρίς να το καταλάβω. Δεν ξέρω αν θα συναντηθούμε πάλι. Αν στη μέση του χειμώνα έρθει ένα καλοκαίρι, ίσα να μας αναστατώσει. Κι είναι καλύτερα έτσι, πίστεψέ με.

Συντάκτης: Δημήτρης Μπότης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη