«Τα λέμε». Η τελευταία σου κουβέντα. Ποια λέμε; Εμείς καιρό τώρα δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Ξεμείναμε σε σιωπές που βόλεψαν την αδυναμία μας να παραδεχόμαστε αλήθειες. Τα είπαμε και τα προσπαθήσαμε όλα ή τέλος πάντων όσα φτάναμε, για όσα ήμασταν διατεθειμένοι. Τα άλλα είναι για άλλους. Γι’ αυτούς που πέρασαν και μας τα εξάντλησαν ή γι’ αυτούς που θα ‘ρθουν και θα τα αξίζουν. Εμείς ξοφλήσαμε λίγο γρήγορα και κάπως βιαστικά.

Ποια πόρτα αφήνεις μισάνοιχτη με τα τελευταία σου λόγια; Αυτή που καιρό τώρα κλείνουμε χτυπώντας τη με θυμό και ξανανοίγουμε με τύψεις; Θα κλείσει και πάλι έτσι κι αλλιώς εκείνα τα βράδια που θα με μισείς και θα σε μισώ, για όσα αφήσαμε αναντικατάστατα ο ένας για τον άλλο. Θα κλείσει και πάλι, όταν θα σιχτιρίσουμε τις στιγμές που δεν ξεχνιούνται, εκείνες που θα σεργιανάνε στο δωμάτιο. Άυπνες κι αυτές και λίγο ζαλισμένες. Πόσο ήπιες κι απόψε;

Αυτά που δεν είπαμε όταν έπρεπε, καλύτερα να μείνουν ανείπωτα. Ας μείνουμε στην ιδέα πως ήμασταν κάτι ανάμεσα σε ό,τι χειρότερο ή ό,τι πιο αδιάφορο. Μη μου πεις ότι μετάνιωσες, μη σου πω ότι έκανα λάθος. Στην εναλλακτική θα βρούμε σωτηρία κι ελπίδα και μάλλον θα είναι φρούδα. Στο πισωγύρισμα θα βρούμε διέξοδο, αλλά αυτόν το δρόμο τον έχουμε ξαναπερπατήσει και δε βγάζει πουθενά. Μη σε ξεγελά το χαμόγελό μου, μη με παρασύρει το βλέμμα σου. Πόσο ήπια κι απόψε;

Δε θέλουμε να τα ξαναπούμε. Δεν αντέχουμε να τα ξανακούσουμε. Μένει πάντα αυτή η αίσθηση της έλλειψης, όταν δε σ’ έχω και δε μ’ έχεις, αλλά κι αυτή η αίσθηση του πνιγμού, όταν δε σ’ αντέχω και δε μ’ αντέχεις. Μετά από τόσες επαναλήψεις καταντήσαμε πια γραφικοί. Γραφικοί κι απελπισμένοι. Εμείς, οι τάχα μου διαφορετικοί κι απτόητοι.

Να μην τα λέμε. Για το καλό των επόμενων. Επικίνδυνα όσα αφήνονται μισά κι ανολοκλήρωτα. Μοιάζουν με βιαστικά καλοκαίρια που δεν ευχαριστηθήκαμε και θέλουμε να ξανάρθουν. Εμείς ήμασταν βαρυχειμωνιά. Βάλ’ το καλά στο νου σου. Θυμήσου τα βράδια που πάγωνε ο τόπος και πέφταμε για ύπνο δυο ξένοι. Θυμήσου τις μέρες που βροντούσαν οι κουβέντες μας εκκωφαντικές και καταστροφικές. Ήμασταν χειμώνας που δεν πρέπει να ξανάρθει.

Αν ποτέ κάτι μου γράψεις, σβήσ’ το. Κι αν ποτέ σε καλέσω, θα το κλείσω. Στα μηνύματά σου θα διαβάζω πάντα υπονοούμενα και στα λόγια μου θα ακούς πάντα υποσχέσεις. Υπονοούμενα που χάθηκαν στη μετάφραση κι υποσχέσεις που αυτοαναιρούνται με την πρώτη αδυναμία.

Στο «Τα λέμε» συμπεριλαμβάνονται και τα ψέματα που δεν παραδεχτήκαμε ποτέ; Αυτά που με θράσος ξεστομίσαμε κοιτώντας τον άλλο στα μάτια; Αυτά τα λέμε; Ή αυτά δε μας παίρνει πια να τα πούμε; Αυτά δε μας έπαιρνε βασικά ποτέ, γι’ αυτό και τα βάζαμε κάθε βράδυ για ύπνο από νωρίς. Για να σε αποφύγω όταν γυρίσεις απ’ τη δουλειά και να με προλάβεις πριν ξυπνήσω το πρωί. Μη και συναντηθούν οι αμαρτίες μας κι αλληλοσκοτωθούν και πάλι. Πόσο προβλέψιμα γελοίοι;

Ας μας τελειώσουν τα λόγια, μήπως και μας τελειώσει κι η κοροϊδία. Ας εξευγενίσουμε και πάλι το μέσα μας, μήπως και κάποιος αξιωθεί να το μετρήσει για κάτι καλύτερο απ’ αυτό που το κοστολογήσαμε εμείς. Ό,τι νομίζεις πως δεν είπαμε, θεώρησέ το χιλιοειπωμένο. Κι ό,τι νομίζω κι εγώ πως δεν αναλύσαμε αρκετά, θα το θεωρήσω λήξαν. Πέσε για ύπνο απόψε με την ιδέα πως τα ξέρω όλα κι άσε με να κοιμηθώ με την εντύπωση πως δε σε ξέρω καν. Συγγνώμη, αλλά μαζί σου δεν ξέρω πια ούτε εμένα. Αντίο.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη