Ανοίγεις σιγά-σιγά τα μάτια σου να αντικρίσεις το νέο αυτό κόσμο που εμφανίζεται μπροστά σου. Είναι λίγο μεγαλύτερος και λίγο πιο φωτεινός απ’ τον προηγούμενο. Η πρώτη σου εικόνα είναι εκείνοι οι δύο άνθρωποι που τόσον καιρό απλώς άκουγες. Η όψη τους φαντάζει οικεία κι ας μην τους έχεις ξαναδεί. Με τον καιρό τα μάτια σου ξεθολώνουν και τους βλέπεις πια ολοκάθαρους μπροστά σου. Τους ακούς και τους χαρίζεις το πρώτο σου γελάκι. Λίγο αργότερα την πρώτη σου λέξη. Κι ύστερα το πρώτο βήμα προς εκείνους. Όσο ξέρεις τον εαυτό σου ήταν εκεί να σου κρατούν το χέρι να μην πέσεις και να σε κοιτούν με πρόσωπα καθαρά, νεανικά. Πρόσωπα ευτυχισμένα, γελαστά.

Τα χρόνια περνούν και ξεκίνα η περιπέτεια. Πλέον με μεγαλύτερη αντίληψη από πριν αρχίζεις το σχολείο και νέα άτομα μπαίνουν στη ζωή σου, οι φίλοι σου. Κι ας εναλλάσσονται συνεχώς, σημασία έχει πως πλέον ο κόσμος σου δεν περιτριγυρίζεται γύρω από εκείνους τους δύο. Μεγαλώνει ακόμη παραπάνω. Εκείνοι πάνε λίγο στην άκρη να κάνουν χώρο στους νέους ανθρώπους. Το σχολείο προχωρά, η μια τάξη διαδέχεται την άλλη και πριν το καταλάβεις έφτασες στο τέλος. Έρωτες και φίλοι έρχονται και φεύγουν, μα εκείνοι εκεί. Δυνατοί να σε στηρίζουν.

Κι ύστερα γνωρίζεις εκείνον τον έναν και μοναδικό, τον άνθρωπό σου. Και ξαφνικά εκείνοι οι δύο παραμερίζονται λίγο παραπάνω. Έχεις τώρα να σκεφτείς τη σχέση σου. Συνειδητοποιείς πως ο κόσμος είναι τεράστιος και δε γίνεται να ζήσεις μόνος σου μέσα σε αυτόν! Διαλέγεις εκείνο το άτομο να σε συντροφεύσει γιατί οι δυο βάσεις σου δεν είναι πια αρκετές.

Μετά είναι κι η καριέρα σου. Έχεις μπροστά σου τόσο μέλλον, στόχους κι όνειρα. Όλος ο χρόνος του κόσμου δε σου φτάνει. Πώς μπορείς να τα συνδυάσεις όλα; Με το ζόρι καταφέρνεις να βγάλεις τη μέρα με αυτά τα δύο. Και δεν είσαι καν στην πρώτη δεκαετία των -άντα.

Αργά ή γρήγορα μπαίνεις, όμως. Και μαζί έρχονται κι άλλα. Παιδιά κι οικογένεια. Η δική σου οικογένεια, εκείνη που εσύ έχτισες πετραδάκι-πετραδάκι. Ένα μικρό ανθρωπάκι έρχεται στον κόσμο σου. Ένας καινούριος κύκλος αρχίζει πριν καν κλείσει ο δικός σου. Κύκλοι παράλληλοι με κοινό πυρήνα. Μα, δυστυχώς, κάνεις δε μένει ανολοκλήρωτος.

Κάπου εκεί ανάμεσα στην εργασία και τις φιλίες, το γάμο και τα παιδιά έρχεται το πρώτο κρούσμα. Ένα εγκεφαλικό ή ένα μικρό καρδιακό επεισόδιο. Μα πώς είναι δυνατόν; Οι γονείς σου είναι ακόμα πολύ νέοι. Σαν χθες θυμάσαι τα γελαστά πρόσωπα, χωρίς ίχνος ρυτίδας πάνω τους. Ρίχνεις μια δεύτερη, πιο προσεκτική, ματιά. Τα πρόσωπα δεν είναι πια το ίδιο καθαρά. Τα ‘χει χαράξει ο χρόνος. Τα μάτια έγιναν λίγο θολά. Το σώμα δεν είναι δυνατό όπως τότε. Αρχίζει να χρειάζεται το ίδιο στήριξη και προστασία. Η ανακάλυψη προσγειώνεται πάνω σου σαν μετεωρίτης.

Τρέχοντας κοιτάζεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Δεν έχεις πια στρουμπουλά άκρα, ούτε χοντρά, μωρουδιακά μάγουλα. Δεν έχεις καν την καθαρότητα της εφηβείας. Οι γραμμές του προσώπου σου είναι πιο αυστηρές κι η ματιά σου όχι τόσο ανέμελη. Δεν είσαι πια το παιδάκι που ήσουν κάποτε. Γιατί, λοιπόν, περίμενες οι γονείς σου να παραμείνουν οι νέοι που υπήρξαν μια φορά.

Μια φορά κι έναν καιρό γεννήθηκες. Κι ύστερα μεγάλωσες. Μια φορά κι έναν καιρό οι γονείς σου ήταν όλος σου ο κόσμος. Κι ύστερα ο κόσμος σου μεγάλωσε τόσο που έγιναν δυο κουκκίδες μες στο πλήθος. Μαζί σου μεγάλωναν, όμως, κι εκείνοι. Ο χρόνος δεν παγώνει, η ηλικία δε χαρίζεται. Όσα χρόνια περνάνε από πάνω σου περνάνε πάνω κι από εκείνους. Κι η σκληρή διαπίστωση πως δε θα είναι για πάντα εδώ έρχεται σαν χαστούκι εν ώρα αδράνειας.

Μην περιμένεις τα κρούσματα να λειτουργήσουν σαν καμπανάκια αφύπνισης. Γιατί είναι ύπουλα και μοχθηρά. Δεν ξέρεις ποτέ τι αποτέλεσμα θα έχουν. Δεν ξέρεις πόσο κίνδυνο μπορεί να κρύβουν. Κι ίσως όταν φανούν να είναι πια πολύ αργά.

Η ζωή είναι γλυκιά και σε παίρνει μαζί της σε έναν ασταμάτητο χορό. Δεν ελέγχεις τα πόδια σου κι αργά ή γρήγορα θα βρεθείς μακριά. Μα τα χρόνια περνούν κι η ζωή δεν κρατάει πολύ. Τα χρόνια μας πάνω σε αυτόν τον κόσμο είναι λιγοστά. Και κάποιοι κύκλοι κλείνουν πιο γρήγορα απ’ τους δικούς μας. Εκείνοι που ξεκίνησαν και πιο νωρίς.

Μην ξεχνάςτους ανθρώπους που σε έφεραν στη ζωή. Αντί να τους κάνεις στην άκρη, κάνε τους κομμάτι της ζωής σου. Μια επίσκεψη, έστω κι ολιγόλεπτη, μια συζήτηση στις δύσκολες στιγμές, γιατί σαν τις συμβουλές της μαμάς δεν έχει, ένα «χρόνια πολλά» κι ένα φιλί σε γιορτές κι επετείους, μια αγκαλιά πριν να ‘ναι αργά και δεν έχεις προλάβει να τους την δώσεις.

Πες τους όσα θέλεις να πεις, κάνε μαζί τους όσα ήθελες πάντα να κάνεις. Δώσε τους το ένα όγδοο του χρόνου σου και θα το κερδίσεις πίσω πολλαπλάσιο. Γιατί, πού ξέρεις; Αν εσύ δεν τους ξεχάσεις ίσως κάποτε και τα παιδιά σου να μην ξεχάσουν εσένα.

Συντάκτης: Εβίτα Μαρασλή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη