«Εγώ δε θέλω να σε αλλάξω. Δε θα άλλαζα ποτέ ούτε κύτταρο του κορμιού σου. Είσαι ο άνθρωπος που με κέρδισε απ’ την πρώτη στιγμή, πώς θα μπορούσα; Οι ερωτευμένοι δεν αλλάζουν το ταίρι τους. Η αλλαγή σημαίνει αλλοίωση του ενός απ’ τους δύο βασικούς πυρήνες αυτού του κυττάρου. Κι ύστερα αλλάζουν όλες του οι ιδιότητες. Εγώ, όμως, θέλω να είμαστε για πάντα έτσι».

Ακούγονται λόγια γνωστά; Τα έχεις σκεφτεί και νιώσει έστω και μία φορά; Ίσως, ακόμη, να τα έχεις πει. Λοιπόν, ή που ψεύδεσαι ασύστολα ή που η ζωή παίζει πολλά παιχνίδια.

Η κάθε σχέση διαφορετική, είπαμε. Ο κάθε άνθρωπος διαφορετικός, το συμφωνήσαμε. Ο κάθε χαρακτήρας θέλει άλλα πράγματα. Κι η κάθε γνωριμία μπορεί να έχει διαφορετικές προσδοκίες. Μα ένα είναι το ίδιο για όλους -ή σχεδόν όλους: Μια κοινή επιθυμία, ένας κοινός στόχος. Όλοι θέλουμε να πάρουμε το αλητάκι που κρύβεται μέσα στο νέο μας έρωτα και να το μετατρέψουμε σε αρνάκι.

Να μετατρέψουμε τον ατίθασο και ζωηρό χαρακτήρα σε πιστό κι αφοσιωμένο. Θέλουμε να είμαστε εκείνοι που καταφέρνουν όσα όλοι οι προηγούμενοι θεωρούσαν άπιαστο όνειρο. Να –μας– ερωτευτεί βαθιά κι αληθινά. Να –μας– δοθεί ολοκληρωτικά. Μόνο σε εμάς.

Ίσως πίσω από όλα αυτά να υποβόσκει η επιθυμία μας να νιώθουμε μοναδικοί. Η επιθυμία μας πως είμαστε ικανοί να αλλάξουμε τον κόσμο. Και ξεκινάμε απ’ τον έρωτα, εκείνον που σημαδεύει τη ζωή μας. Είναι ύπουλο πράγμα η ανασφάλεια. Αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι.

Δεν είναι ανάγκη να είσαι υπερβολικά ανασφαλής για να θέλεις να νιώσεις πως δεν είσαι ένας απ’ τους πολλούς. Μπορείς να είσαι υπερβολικά αλαζονικός. Φιλόδοξος. Πεισματάρης. Επαναστάτης, ίσως. Ή κι όλα αυτά μαζί. Δεν έχει σημασία. Οποίο επίθετο και να σε χαρακτηρίζει κατά βάθος θέλεις να νιώσεις πως το άτομο απέναντί σου είδε μέσα σου κάτι που δεν υπήρχε σε όλους τους άλλους. Κάτι τόσο δυνατό και καθηλωτικό που είναι ικανό να τον κάνει να αναθεωρήσει τον κόσμο.

Είναι αρκετά καλή τροφή για τον εγωισμό μας. Το μικρό αυτό τερατάκι μέσα μας ευχαριστιέται να γνωρίζει πως είναι ικανό για τέτοια αλλαγή. Αυτός είναι άλλωστε κι ο λόγος που το σκέφτεται από νωρίς. Γεμίζεις με τις φιλοδοξίες του, τις κάνεις δικές σου. Κι όταν –κι αν– αυτό συμβεί μπορεί να καυχιέται ανενόχλητο για το επίτευγμά του.

Απ’ την άλλη, δεν είναι αναγκαστικά κάτι που κυνηγάς να γίνει. Ίσως να μην το προσπαθείς καν. Να έρχεται απολύτως φυσικά. Ο άνθρωπός σου αλλάζει επειδή πραγματικά σ’ έχει ερωτευτεί. Επειδή η προηγούμενη ζωή του δεν του πρόσφερε όλα αυτά που του προσφέρει αυτή μαζί σου. Του έχεις παρουσιάσει έναν νέο κόσμο κι είναι παραπάνω από έτοιμος να τον γνωρίσει. Εξάλλου, έχει γνωρίσει όλα τα διαφορετικά. Έχει χορτάσει πλέον. Τώρα πηγαίνει για κάτι άλλο. Εκείνο που, όπως πιστεύετε εσύ κι αυτός, δεν έχει ξαναγεννηθεί στον κόσμο.

Σε ευχαριστεί η σκέψη, βέβαια, σου φέρνει ένα ελαφρύ ανατρίχιασμα ικανοποίησης στη ραχοκοκαλιά σου. Είναι μια γλυκιά ευχαρίστηση να κερδίσεις ένα βλέμμα που για καιρό περιπλανιόταν ανέμελο. Να γνωρίζεις πως τώρα πια τα δυο αυτά μάτια δεν ψάχνουν για κάτι άλλο, καλύτερο. Έμειναν σταθερά γιατί το βρήκαν. Και ίσως να το έψαχναν καιρό. Γιατί κι εσύ καιρό έψαχνες για να το βρεις. Και θέλεις την αποκλειστικότητα που σου αξίζει.

Είναι ωραίο συναίσθημα να παίρνεις το κακό παιδί και να το μετατρέπεις στο πιο καλό μόνο για σένα. Απλά, τις περισσότερες φορές αυτό δε γίνεται. Όχι αναγκαστικά επειδή δεν μπορείς να το κάνεις. Μπορεί απλά να μην έχεις απέναντί σου το κατάλληλο «κακό παιδί». Μπορεί πάλι να μην είσαι φτιαγμένος για πολυτάραχους ανθρώπους. Κι έτσι, βγαίνει η γνωστή αδυναμία του «Γιατί όλοι οι μαλάκες πέφτουν πάνω μου;» -ο μαλάκας δεν έχει φύλο.

Όχι, φίλε μου, δεν πάει έτσι. Απλώς εσύ δεν έχεις βρει ακόμη τον άνθρωπό σου. Ή ψάχνεις να τον βρεις σε λάθος λημέρια. Δεν είναι κακό να απογοητεύουμε τον εγωιστάκο μέσα μας. Το αντίθετο μάλιστα. Οι υψηλές –ή λανθασμένες– του προσδοκίες δε δηλώνουν πως έχεις πάρει τη σωστή κατεύθυνση. Άσε κατά μέρους την ικανοποίηση του κεφαλιού σου και πιάσε να ασχοληθείς με την ικανοποίηση της καρδιάς σου. Και την επόμενη φορά εκτός απ’ τους «γεμάτους κίνδυνο κι εμπειρίες» στρίψε το βλέμμα σου στους «είμαι εδώ για ‘σένα και ποτέ δε με βλέπεις».

Οπότε την επόμενη φορά δοκίμασε να πεις και να νιώσεις, κάτι σαν αυτό:

«Εξάλλου, δεν αλλάζεις τον άνθρωπο που ερωτεύεσαι. Δεν του επιβάλλεσαι και δεν τον υποχρεώνεις να ακολουθήσει τα δικά σου δεδομένα. Αυτό δεν είναι έρωτας. Πιο πολύ για καταναγκαστικά έργα μου κάνει. Τον άνθρωπό σου τον δέχεσαι όπως είναι. Κι αν η δύναμη της σπίθας μας είναι μεγάλη, θα ανάψει η πυρκαγιά. Και θα κάψει και τον δικό σου, μα και τον δικό μου, προηγούμενο κακό εαυτό. Δύο νέοι θα ξαναγεννηθούν, όχι γιατί το επιβάλλεις εσύ, αλλά γιατί είναι ζωτικό για τη διατήρηση της σχέσης μας. Και να είσαι σίγουρος πως ως δύο νέοι άνθρωποι θα είμαστε μια αναβαθμισμένη εκδοχή των προηγούμενων. Από εκεί και πέρα φροντίζουμε να διατηρηθούμε έτσι».

Συντάκτης: Εβίτα Μαρασλή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη