Ο κάθε ένας είναι υπεύθυνος για τη ζωή του. Αυτή είναι μια σκληρή αλήθεια που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης. Τώρα, το κατά πόσο την καθορίζει με βάση τα θέλω και τις ανάγκες του, ή τα «πρέπει» και τα τραύματά του, είναι μια συζήτηση που θέλει διαφορετική προσέγγιση. Τι συμβαίνει, όμως, όταν παρά τις σωστές επιλογές, παρά την προσπάθεια του ατόμου να τα καταφέρει η τύχη/μοίρα/ζωή, όπως θέλει κανείς το ονομάζει, του ρίχνει μια κλωτσιά και τον πετάει στον βούρκο; Όταν έχει δώσει κάποιος το 100% του και πάλι δεν ήταν αρκετό για να καταφέρει τον στόχο του;

Να άλλο ένα σκληρό μάθημα που μαθαίνει σε κάποιον η ενηλικίωση. Η ζωή, δυστυχώς, δεν είναι ένα τετράδιο που γράφει κανείς τα πλάνα του κι εκείνη τα πραγματοποιεί. Έχει στραβά, δυσκολίες κι εμπόδια. Πολλές φορές, κάποιος μπορεί να ζητάει κάτι απεγνωσμένα, μπορεί να το θέλει με όλη του την καρδιά και να παλεύει να το καταφέρει με όλο του το «είναι» και πάλι να μη συμβεί, ή ακόμα χειρότερα, να φτάσει μέχρι ένα σημείο και λίγο πριν το τέλος, να πέσει. Δεν είναι εύκολο και -δυστυχώς- σε μια κοινωνία που απαιτεί από το άτομο να είναι μόνιμα παραγωγικό και χαρούμενο, η διαδικασία ανάκαμψης από μια τέτοια κατάσταση είναι ακόμα πιο δύσκολη.

Στην αρχή, προφανώς, κατηγορεί κανείς τον εαυτό του και τους γύρω του: δεν ήταν αυτός αρκετά καλός, δεν ήταν οι άλλοι αρκετά προετοιμασμένοι, τον αδίκησαν ή τον υπονόμευσαν για χίλιους δύο λόγους. Έπειτα, είναι οργισμένος, στεναχωρημένος, θέλει να τα κάνει όλα μπάχαλο, όπως αισθάνεται μέσα του. Είναι ένας πόνος πρωτόγνωρος για όσους τον βιώνουν πρώτη φορά. Η οργή για το αποτέλεσμα, η αμφισβήτηση του εαυτού, η σπαρακτική σκέψη ότι δεν είναι αρκετά καλός· πονάει τους ανθρώπους να μην είναι αρκετοί. Ίσως, από τις πιο βαθιές πληγές που μπορεί να κουβαλάει κάποιος. Κι εκεί που προσπαθεί να σηκωθεί, οι φωνές τον ξαναρίχνουν σε μια τρύπα, πολύ πιο βαθιά. Η αποτυχία γίνεται μια λέξη τρομακτική, που πονάει, συνώνυμη με το «εγώ» καθορίζει την αξία του, σβήνοντας όλες τις προηγούμενες επιτυχίες. Δεν είναι εύκολο να χάνει κανείς, ειδικότερα όταν έχει μάθει μια ζωή να κερδίζει. Όταν έχει υπάρξει σε ένα βάθρο εξαιτίας των επιτευγμάτων του. Πώς αφήνει κανείς τη μάσκα που θεωρούσε πως τον έκανε αγαπητό; Πώς μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι είναι κι αυτός άνθρωπος, σαν τους υπόλοιπους;

Πόσω μάλλον σε μια κοινωνία που βρίσκει την αποτυχία, κάτι ανεπίτρεπτο. Που όλοι πρέπει να μπαίνουν σε κουτιά κι η αξία τους να βαθμολογείται με βάση τα επιτεύγματά τους. Ξεχνάνε όλοι όμως πως οι όροι είναι ανθρώπινο δημιούργημα κι ορίζονται από τους ίδιους τους δημιουργούς τους. Το ότι κάποιος ορίζει ως επιτυχία την επαγγελματική ανέλιξη, το ότι τόσα χρόνια η κοινωνία έχει κάνει τους ανθρώπους να ντρέπονται για το παραστράτημα, είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει, αν αλλάξει το κάθε άτομο ξεχωριστά. Αν καταλάβει κανείς πως η αξία και το επίτευγμα είναι κεκτημένα του, αφορούν τον ίδιο και κανέναν άλλον εξωτερικό παράγοντα. Η αποτυχία είναι ένα μεγάλο μέρος της ζωής· αν δεν υπήρχαν λάθη δε θα υπήρχαν άνθρωποι, αλλά θεοί. Ίσως, κάποιοι να πιστεύουν πως αυτό θα ήταν το καλύτερο, αλλά η αλήθεια είναι πως ό,τι και αν ελπίζει κανείς, η πραγματικότητά δεν αλλάζει.

Ούτως ή άλλως, πολλές φορές, μπορεί κάποιος να τα κάνει όλα τέλεια και πάλι να την πατήσει. Είναι το πώς θα διαχειριστεί κανείς αυτό το παραστράτημα που θα κάνει τη διαφορά. Μπορεί κανείς να μαστιγώνει τον εαυτό του, να τον βρίζει μέρα νύχτα, να τον καταστρέφει με πολλούς κι ευφάνταστους τρόπους. Όμως, το αποτέλεσμα δε θα αλλάξει, η αποτυχία θα τον κοιτάει πάλι κατάματα, δε θα φύγει. Είναι πολύ εύκολο να βρει κανείς κάτι (ή κάποιον) να κατηγορήσει, είναι ανάγκη του μυαλού να ξέρει πως έχει τον έλεγχο. Κι όταν χάνεται, φωνάζει για να τον ξανά αποκτήσει, φωνάζει για έναν λόγο που συνέβη αυτό. Δεν μπορεί να δεχθεί ότι ίσως κάποιες δυνάμεις να είναι πέρα από αυτό. Έτσι, επιλέγει να επαναλαμβάνει τα λάθη, προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει πού μπορούσε να εφαρμόσει τη λύση για ένα διαφορετικό αποτέλεσμα. Αυτή η διαδικασία κι αν πονάει- το να αναζητά ξανά και ξανά το διαφορετικό αποτέλεσμα χωρίς να μπορεί να το αλλάξει κι έπειτα, να κατηγορεί οτιδήποτε δεν του επέτρεψε να πάρει αυτό που θέλει.

Δε γλιτώνεται ο πόνος, ούτε παύει να υπάρχει. Αυτό όμως που μπορεί κανείς να προσφέρει στον εαυτό του, είναι η κατανόηση. Αν μπορεί κανείς να κάνει ένα δώρο στο μυαλό, είναι μια νέα γλώσσα επικοινωνίας μαζί του. Είναι ένα νέο λεξικό, γεμάτο αγάπη και τρυφερότητα για την ψυχή που υπάρχει μέσα σε αυτό. Είναι μια συντροφιά με έναν φιλικό νου κι όχι με έναν τύραννο που διατάζει κι επικρίνει σύμφωνα με τα όσα του έχει ορίσει κάποιος άλλος ότι είναι σωστά. Ο εαυτός είναι ένα παιδί, που προσπαθεί κάθε μέρα να τα βγάλει πέρα σε έναν κόσμο που μόνιμα αλλάζει, που περιέχει επικίνδυνες καταστάσεις, που μπορεί να τραυματίσει με ένα μόνο νεύμα. Χρειάζεται έναν σύμμαχο μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση. Χρειάζεται έναν φίλο να τον ακούει και να του επιβεβαιώνει πως ό,τι αισθάνεται είναι αληθινό και σημαντικό.

Το να κατακρίνει και να ισοπεδώνει κανείς την αυτοπεποίθησή του και τον εαυτό του, είναι το πιο σύνηθες και το πιο εύκολο. Το να τον κάνει όμως σύμμαχό του και φίλο του, το να του δείξει πως πάντα θα είναι εκεί να τον πιάσει όταν πάει να πέσει, είναι ίσως η μεγαλύτερη πράξη επανάστασης στον σύγχρονο κόσμο. Χωρίς να φτάνει κανείς στα άκρα, έχοντας αυτογνωσία και μια αυστηρότητα απέναντι στην ευθύνη του.Ο άνθρωπος που καταφέρνει να κάνει το μυαλό του ένα καταφύγιο με γλυκές σκέψεις, ίσως να είναι κι αυτός που θα κερδίσει το παιχνίδι της ζωής.

Συντάκτης: Έφη Ζ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου