Ξημερώματα και κάτι. Ώρες βαριές, ασήκωτες, γεμάτες ειλικρίνεια. Τα παράθυρα κλειστά, να μπαίνει απ΄τις γρίλιες ίσα-ίσα λίγο απ΄το φως καθώς θ’ ανατέλλει ο ήλιος. Η μουσική να παίζει μία συγκεκριμένη playlist. Κάθε κομμάτι επιλέχθηκε με προσοχή και καταφέρνει να συγκεντρώσει όλες τις νότες σαν μίξη από συναισθήματα, στιγμές, όνειρα, υποσχέσεις, χαμόγελα μα και δάκρυα. Κάπου παραδίπλα εγώ, ξαπλωμένος, με τα μάτια κλειστά, συμπληρώνω το σκηνικό.

Πάλι εδώ, λοιπόν. Τον τελευταίο καιρό τ’ αναζητώ αυτά τα βράδια. Τα χρειάζομαι. Έχω ανάγκη να μένω μόνος παρέα με τον εαυτό μου, προσπαθώντας με μουσική να τον ξεγελάσω, να τον ζαλίσω, να τον ανακρίνω και να ψάξω όσο βαθύτερα μπορώ τη μνήμη των συναισθημάτων του ώστε να οδηγηθώ στην αλήθεια της καρδιάς μου. Θέλω μέσα απ΄όλα τα βιώματά μου, τις χαρές, τις λύπες κι απ’ όλες τις εμπειρίες να ξεχωρίσω αυτήν τη μία. Τη μία ξεχωριστή και τη μοναδική για μένα εμπειρία. Μα συνειδητοποιώ ότι κάθε φορά, όσα βράδια μένω μόνος οι σκέψεις μου με οδηγούν πάντα στην ίδια ιστορία. Στο τέλος, πάντα, μέσα στο αναζητούμενο βάθος της αλήθειας μου συναντώ «εκείνη».

Τι να πω όμως και σε ποιον να μιλήσω; Πάνε σχεδόν τέσσερα χρόνια από τότε. Σε ποιον να εξηγήσω ότι τυχαία κάποια στιγμή βρέθηκα να μιλάω με μια άγνωστη τύπισσα, κάποια νύχτα, κάποιου Αυγούστου μέσα από έναν υπολογιστή; Μια κοπέλα ή οποία απείχε εκατοντάδες χιλιόμετρα απ’ την περιοχή μου, μίλια μακρυά απ’ τον τρόπο σκέψης μου και τον τρόπο ζωής μου, μα αποδείχθηκε τελικά πως πλησίασε τόσο κοντά στην καρδιά μου περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη.

Πώς να δικαιολογήσω ότι μέσα σε λίγες μέρες βρέθηκα ν’ αποζητώ την επικοινωνία μαζί της; Πως η καλημέρα μιας, ουσιαστικά άγνωστης κοπέλας, μου έφτιαχνε τη μέρα και η καληνύχτα της ίδιας μου έφτιαχνε το βράδυ. Ότι ξεκινήσαμε να επικοινωνούμε και μέσα σε λίγες μέρες είχαμε αναφέρει τόσα πολλά για τις ζωές μας, για το ποιοι είμαστε, τι σκεφτόμαστε, τι αντιμετωπίζουμε, που πιθανόν δεν τα είχαμε αναφέρει ούτε σε κοντινούς μας ανθρώπους. Μία από εκείνες τις μέρες, λοιπόν, μου το είχε αναφέρει για πρώτη φορά, μα εγώ δεν είχα δώσει σημασία, το υποτίμησα, δεν το αντιλήφθηκα, αδιαφόρησα· «Σε ένα μήνα περίπου μετακομίζω μόνιμα στο εξωτερικό», μου είχε γράψει.

Περίπου δύο εβδομάδες μετά την πρώτη μας επικοινωνία, το επικείμενο ταξίδι της την έφερε στην πόλη μου για κάποιες τελευταίες ετοιμασίες. Εκείνο το βράδυ δεν πιστεύω ακόμη ότι το έχω ζήσει, θαρρώ πως το έχω δει σε ταινία μόνο. Οι πρώτες ματιές, το χαμόγελο της, τα μαλλιά της, το άρωμά της, η αύρα της, η φωνή της, τα χείλη της. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Απλά δεν μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε ο ένας από τον άλλον. Την κρατούσα για πρώτη φορά στα χέρια μου και ένιωθα ότι την κρατάω χρόνια.

Την άγγιζα για πρώτη φορά και κάτι μέσα μου με έκανε να πιστεύω ότι γνωρίζω κάθε λεπτομέρεια του κορμιού της. Τη φιλούσα κι έλιωνα. Δεν άντεχα ούτε το χέρι να της αφήνω, ούτε για μία στιγμή. Ήταν σαν να συναντάω την προέκταση του σώματός μου, τη συνέχεια του εαυτού μου. Ήταν σαν να πηγαίνεις σε μία πόρτα, να βάζεις το κλειδί και να ξεκλειδώνεις. Τόσο απλό.

Δε θυμάμαι πώς βρήκα τη δύναμη να την αποχωριστώ, ήταν σαν να ζούσα ένα όνειρο. Θυμάμαι μόνο εκείνες τις λέξεις από τα χείλη της λίγο πριν την αφήσω -ξημέρωμα πια. «Είναι τρέλα αυτό που κάνουμε». Τρέλα ήταν ναι. Όπως ήταν τρελές κι οι μέρες που ακολούθησαν. Την παρακάλεσα να μη φύγει, να μείνει, να ξεκινήσουμε κάτι μαζί. Να τα παρατήσει όλα και ποντάρουμε σε εκείνη τη βραδιά. Εκείνη έκλαιγε, αρνιόταν να με συναντήσει ξανά. «Είναι τρέλα όλο αυτό, δεν υπάρχει λόγος», πάλι τα ίδια λόγια. Τσακωθήκαμε, κλείσαμε τηλέφωνα, είπαμε κουβέντες, σταματήσαμε να μιλάμε, ενώ ήταν μόλις λίγες μέρες πριν φύγει -γιατί θα έφευγε τελικά. Δεν το άντεχα. Ένα βράδυ δύο μέρες πριν ταξιδέψει, πήρα το αμάξι, οδήγησα, δε θυμάμαι και εγώ πόσες ώρες ήμουν στον δρόμο, αλλά πήγα και τη βρήκα. Αγκαλιές, φιλιά, κλάματα, λόγια. Δεν έμαθα ακριβώς ποια μέρα έφυγε, δεν ήθελε να μου πει. Απλά, έφυγε και τελείωσε.

Πέρασαν μέρες, νύχτες κι εγώ πάντα τη θυμόμουν. Κάθε επικοινωνία είχε διακοπεί. Με είχε αποκλείσει από παντού. Με κάθε ευκαιρία τη θυμόμουν. Κι όταν τη θυμόμουν πονούσα. Άκουγα μουσική κι ερχόταν στη σκέψη μου μέσα από στίχους και μελωδίες. Η ζωή κυλούσε, ο καιρός περνούσε, νέες εμπειρίες, νέες προσπάθειες, νέα ξεκινήματα, μα εκείνη πάντα εκεί, ακούνητη στο βάθος του μυαλού μου.

Δεν ξέρω αν όντως υπάρχει μοίρα που ορίζει τις ζωές των ανθρώπων, αν κάποια ανώτερη δύναμη κατευθύνει την καθημερινότητά μας ή τελικά τα γεγονότα που βιώνουμε είναι ένα ξεκάθαρο αποτέλεσμα τύχης και επιλογών. Δε γνωρίζω τι τελικά ήταν αυτό που την έφερε στη ζωή μου. Αυτό που ξέρω σίγουρα όμως, αυτό που νιώθω έντονα, είναι πως εκείνη κυλάει ακόμα μέσα μου ή ορθότερα– πάντα κυλούσε μέσα μου.

Πώς να ομολογήσω, όμως, ότι μου λείπει μια κοπέλα που συνάντησα δύο φορές στη ζωή μου; Πού να τολμήσω να πω, ότι σε όποια αγκαλιά κι αν βρέθηκα πάντα τη σύγκρινα με την αγκαλιά της; Πώς ν’ αποδεχθώ ότι εκείνο το άγγιγμα του κορμιού της δε θα το αντάλλαζα με τίποτα στον κόσμο κι ότι θα έδινα τα πάντα να την αγγίξω ξανά. Είναι τρέλα, είναι κόντρα στη λογική του κόσμου. Και το αποκορύφωμα; Κατά βάθος πίστευα ότι κι εκείνη νιώθει ακριβώς το ίδιο. Και κάπως έτσι, φτάσαμε τελικά στο σήμερα.

Ξημερώματα και κάτι. Ώρες βαριές, ασήκωτες, γεμάτες ειλικρίνεια. Τα παράθυρα κλειστά, να μπαίνει απ΄τις γρίλιες ίσα λίγο-λίγο απ΄το φως καθώς θ’ ανατέλλει ο ήλιος. Η μουσική να παίζει μία συγκεκριμένη playlist κι εγώ να συμπληρώνω το γνωστό σκηνικό. Τον τελευταίο καιρό τ’ αποζητούσα αυτά τα βράδια, τα έψαχνα, τα χρειαζόμουν.

Ήξερα ότι κάποια στιγμή θα συνέβαινε. Το ένιωθα. Το πίστευα. Αυτό το βράδυ, λοιπόν, είχε μία και μόνο διαφορά με τα υπόλοιπα. Ένα μήνυμα στο κινητό. Ένα μήνυμα από εκείνη: «Το ξέρω, είναι παράνοια, έχουμε να μιλήσουμε σχεδόν 4 χρόνια και έχουμε βρεθεί μόνο δύο φορές. Σε σκέφτομαι ακόμα.  Τελείωσα με το εξωτερικό, θα γυρίσω πίσω μόνιμα. Θέλω να σε δω».

Τελικά τι είναι αυτό που ορίζει τη μοίρα του έρωτα;

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Κιχώτης
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα