Οι χωρισμοί ανέκαθεν ήταν ζόρικη υπόθεση. Είτε το όλο θέμα έληξε ομαλά και πολιτισμένα, χωρίς φωνές και υστερίες, είτε συνοδευόταν από δράμα και τον συναισθηματικό πόνο έκδηλο κάθε λεπτό, ποτέ κανείς δεν ένιωσε αγαλλίαση μετά από την οριστική τελεία σ’ ένα κεφάλαιο που, κακά τα ψέματα, παρά τις εκάστοτε αναποδιές, είχε και τα καλά του. Οι στιγμές που αισθάνθηκες τον έρωτα να φτάνει στο μεδούλι σου και ν’ αγγίζει κάθε τι δικό σου, χωρίς ποτέ να χρειαστεί να το πεις ή να το φωνάξεις προκειμένου να γίνει κατανοητό, σίγουρα είναι από τις στιγμές που, θες δεν θες, θα σε συνοδεύουν ακόμα κι αν τη δεδομένη χρονική στιγμή στην οθόνη σου αναβοσβήνει το «game over».

Ακόμα δεν έχει δοθεί ξεκάθαρη απάντηση στο τι είναι δυσκολότερο. Να τελειώνεις κάτι παλιό ή ν’ αρχίζεις κάτι καινούριο; Το μόνο σίγουρο είναι πως το να τελειώνεις κάτι παλιό ήταν ευκολότερο παλιότερα, πριν το Facebook, πριν το Instagram, πριν απ’ όλα αυτά που σε βάζουν συνεχώς σ’ έναν κόσμο από τον οποίο ζητάς απεγνωσμένα να βγεις. Γνωστοί και άγνωστοι σου φωνάζουν «προχώρα», σε παρακινούν ν’ αφήσεις το παρελθόν πίσω. Να κάνεις μια αρχή νέα, ομορφότερη, καλύτερη. Μα κοίτα να δεις, το παρελθόν με ένα άγγιγμα στην οθόνη του κινητού είναι πιο κοντά από όσο φανταζόσουν!

Οι φωτογραφίες, τα check-in, τα τραγούδια που δημοσιεύει, ακόμα και η πράσινη ένδειξη πως είναι online, όλα σου υπενθυμίζουν πως είναι εκεί. Πως υπάρχει, όσο κι αν θες να πείσεις τον εαυτό σου πως με το που το λήξατε, ως δια μαγείας, θα εξαφανιστεί κι από κάθε γωνιά της ύπαρξής σου. Αυτό περίμενες κι αυτό προσευχόσουν να γίνει. Πώς ακριβώς θα προχωρήσεις όταν κάθε απόπειρα πλοήγησης στο διαδικτυακό μικρόκοσμο σου ενσαρκώνει μια πύλη στο τότε; Μια πύλη που σε καθιστά ευάλωτο, ανήμπορο μπρος στο μεγαλειώδες παρελθόν.  Δε γουστάρεις να ξέρεις πού είναι, δε γουστάρεις να έχεις πρώτο πλάνο τη μούρη του, όπου σταθείς κι όπου βρεθείς. Λιγότερο ενίσχυε το προφίλ του όσο ήσασταν μαζί ή, τουλάχιστον, έτσι σου φαίνεται. Ή, στην τελική, δε σ’ ενδιέφερε και τόσο.

Φτάσαμε στο σημείο μια τυχαία συνάντηση μούρη με μούρη να μας φέρνει σε λιγότερη αμηχανία απ’ το να δεις μια selfie με κάποιο νέο πρόσωπο, με μια ανανέωση της αρχικής σελίδας σου. Φτάσαμε να ξεφτιλιζόμαστε πίσω από μια οθόνη κάθε φορά που η περιέργεια να μάθουμε αν είναι σε χειρότερη φάση από μας, μας οδηγεί να αναλύουμε μέχρι και τους στίχους από το χθεσινοβραδινό στάτους. Λικνίζεσαι με καμάρι γύρω από ένα φαύλο κύκλο, χορεύεις γύρω από την έμμεση απόπειρα να ενταχθείς σε μια καθημερινότητα ολίγον τι ξένη για σένα αυτή τη στιγμή.

Τι να σου πει και η κουλτουριάρικη δήλωση «με ένα delete δεν ξεπερνάς κανέναν έρωτα»; Ξεπερνάς και παραξεπερνάς. Αν το facebook προφίλ σου αντικατοπτρίζει έστω και λίγο ένα κομμάτι από τη ζωή σου, αυτούς που δε γουστάρεις τους διώχνεις. Τι διαφορά έχει από το «ξεκόβω», όταν στα δεδομένα του 21ου αιώνα με δυναμική χώνονται και τα social media;  «Ξεκόβεις» με τους νοσηρούς, «αποφεύγεις» τους δυσάρεστους, κρατάς τους λίγους και καλούς, ξεφορτώνεσαι τη σκαρταδούρα. Καλά και τα κομπλεξιλίκια από ορισμένους που πατάν το delete χωρίς λόγο κι αιτία, αλλά εδώ κανείς δεν θα σου τραβήξει το αυτί!

Από κει που ο χωρισμός και η συνακόλουθη μελαγχολία του θα σου κρατούσε συντροφιά ως ότου ξεθυμάνει λίγο-λίγο η κολόνια του, τώρα αισθάνεσαι σαν κάποιος τα βράδια να σε ψεκάζει ξανά και ξανά. Κι όλο αυτό μέχρι να νιώσεις πως ασφυκτιάς και χρειάζεσαι απεγνωσμένα χώρο για να ανασάνεις, να εισπνεύσεις λίγο καθαρό αέρα. Κάναμε τον χωρισμό να κρατάει περισσότερο, του βγάλαμε και κάρτα διαρκείας σε θέση VIP, να τον βλέπουμε να στρογγυλοκάθεται και να μας γνέφει. Μας κουνά ειρωνικά το χέρι υπενθυμίζοντας μας πως όσο κι αν προσπαθούμε να τον κάνουμε να φύγει, να πάει στα τσακίδια, εκείνος θ’ αποχωρεί μόνο μέχρι ο πειρασμός για μια τσάρκα απ’ την κοινότητα του Facebook υπερνικήσει τα εγωιστικά μας ένστικτα.

Δαιμονοποιήσαμε το Facebook καθώς είναι η εύκολη, η γρήγορη λύση να πάρουμε μια γεύση απ’ τη ζωή που κάνει τώρα χωρίς εμάς. Τι να κάνουμε, το δάχτυλο σου σχεδόν μηχανικά πληκτρολογεί το όνομα στην αναζήτηση και με αναμονή μερικών δευτερολέπτων οι τελευταίες κινήσεις του βρίσκονται μπρος στα μάτια μας, φρέσκες-φρέσκες, μόνο για την αρχοντιά μας.

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, όμως, από τους επαναστάτες και τους αντιδραστικούς, ας πούμε πως, καλώς ή κακώς, τα social media έχουν γίνει αναπόσπαστο τμήμα της καθημερινότητάς μας. Κι όταν λέμε αναπόσπαστο, εννοούμε πως το ήμισυ ολόκληρης της ζωής μας το χώσαμε σ’ ένα κομμάτι πλαστικό και το προσφωνούμε με το «www.». Έτσι θέλησαν να τα φέρουν οι καιροί, έτσι μας μάθανε. Κι εμείς με τη σειρά μας εναρμονιστήκαμε μηχανικά με τούτη την αλλαγή. Φταίνε τα social media; Φταίνε τα καλουπωμένα μυαλουδάκια μας; Λίγη σημασία έχει, όπου κι αν ρίξεις το βάρος, όποιον κι αν δείξεις με το δάχτυλο.

Όσο γοητευτικό ήταν να χαζεύεις στο προφίλ του/της όσο το love story βρισκόταν στο κορύφωμά του, άλλο τόσο ψυχοφθόρο είναι να αναπολείς τις μέρες που το κινητό σου δε σταματούσε να σ’ ενημερώνει για το εισερχόμενο μήνυμα. Στην τελική, αυτή είναι η παγίδα. Να εντοπίσεις αν σου λείπει περισσότερο η ατέρμονη ενασχόληση με το διαδικτυακό σας ρομάντζο ή ψυχή τε και σώματι παρουσία του στη ζωή σου.

 

Επιμέλεια κειμένου Αλίκης Αμπατζή: Ελευθερία Παπασάββα.

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή