Αν μπορούμε, να μπορούμε, λέει το τραγούδι της Μαρίζας Ρίζου και με κάνει ν’ αναρωτιέμαι αν μπορεί η αγάπη να είναι αρκετή. Αναρωτιέμαι για όλες εκείνες τις αγκαλιές που δεν μπόρεσα να σου δώσω όταν ούρλιαζε κάθε κομμάτι μου. Ήταν άραγε η αγάπη αρκετη; Μπορούσαμε να κάνουμε κάτι παραπάνω;

Ακούω τραγούδια που δε θα σου βάλω ν’ ακούσεις ποτέ και κοιτάζω ανθρώπους μόνο επειδή σου μοιάζουν. Μα κανείς δεν είναι εσύ. Σε χρειάζομαι, δεν το θέλω, αλλά συμβαίνει. Δεν το σηκώνω κι ας είναι βάρος μισό. Εγώ το θέλω όλο. Ολόκληρα, όλα. Όχι μισά από εδώ κι άλλα λίγα από εκεί. Γιατί, πώς να το κάνουμε, έδωσα αλλά δε σε έφτασα. Εσύ, πώς να το κάνουμε, άπλωσες τα χέρια σου, αλλά δεν έφτασαν εμένα. Και κάπως έτσι, η καρδιά μένει μετέωρη, με επιμονή παιδιού να μου θυμίζει πόσο λείπεις από τη ζωή μου. Κι εγώ σε κάθε ανάμνηση γεμίζω μικρά μπουκαλάκια με όσα υπάρχουν εδώ αφημένα για σένα. Πράγματα βγαλμένα από το μέσα μου που δεν μπόρεσαν να σε φτάσουν.

Πού να είσαι; Μου λείπουν οι κουβέντες σου. Μου λείπεις εσυ να χαμογελάς. Να θέλεις. Να σου αρέσει η ζωή. Εκείνο το μικρό παράθυρο που από μέσα μπορούσα να δω μια θέα μόνο δική μου. Τι να κάνουμε, δεν μπορέσαμε. Δε χωρέσαμε. Και τώρα ζω με μια ελπίδα μήπως και σε δω κάπου τυχαία και μπορέσω και χώσω κρυφά στην τσέπη σου, καθώς θα περνάς από δίπλα μου, ένα από τα μπουκαλάκια μου, για να έχεις μαζί σου αγάπη από μένα. Να σε προσέχει και να είσαι καλά.

 

 

Ίσως έτσι μπορέσουμε να βρεθούμε ξανά κάποια στιγμή, αν μπορέσουμε και φύγουμε μία φορά σωστά. Γιατί τότε, ίσως να καταφέρουμε όσα δεν μπορέσαμε ως τώρα. Κι ίσως να βρούμε τη δύναμη να μείνουμε τελικά, τη δεύτερη εκείνη φορά. Και να πιστέψουμε λίγο παραπάνω σε όσα μιλούσαμε κάποτε με τόσο πάθος. Σκέφτομαι, πως αν σε δω, θα σου πω μόνο ένα πράγμα. Το έχω προβάρει πολλές φορές, έχω σκεφτεί εναλλακτικές, μα εν τέλει κατέληξα σε 4 μόνο λέξεις: Ελπίζω να είσαι καλά. Θα περιμένω απάντηση; Δεν ξέρω, ίσως όχι. Ξέρω όμως πως έπειτα, δε θα σε ενοχλήσω άλλο. Ούτε θα περιμένω πότε θα έρθεις. Θα προχωρήσω. Θα κάνω, η χαζή, πως ξεγελάω τον εαυτό μου και πως μπορώ. Κι ίσως τότε μου πεις να μείνω. Κι αν με προλάβεις, ίσως πάλι μου πεις πως δε χρειάζεται να φύγει κανείς.

Μ’ αυτές τις σκέψεις κοιμάμαι, μήπως κι ο πόνος πάει λίγο πιο εκεί, μήπως κάνει λίγο χώρο για κάποιο όνειρο και σε δω σ’ εκείνον τον κόσμο που θα μπορούμε, να μπορουμε. Μήπως και σε δω σ’ ένα όνειρο, χωρίς να φοβάμαι να σ’ αγγίξω και χωρίς να φοβάσαι κι εσύ. Γιατί, όσο κι αν προσπαθώ να εξηγήσω, να καταλάβω, να κοροϊδέψω τον εαυτό μου, ζωή χωρίς εσένα μέσα δε ζει πουθενά. Κι αν ζει, δεν τη θέλω. Όσα γίνανε, προσπαθώ τώρα να τα ημερέψω, να τα σωπάσω. Βγαίνω, μην ανησυχείς εσύ, παρέα με τόσους ανθρώπους, κάθε βράδυ και μια προσπάθεια. Μα όλοι κενοί. Μιλάνε και δεν ακούω, γνέφουν και κοκαλώνει το κεφάλι μου. Καμιά φορά κάνω πως γελάω με αστεία κρύα, κάνω πως αγαπώ ενώ ούτε καν συμπαθώ, κάνω πως προχωρώ ενώ εδώ πάλι μένω. Είναι που δεν μπορώ.

Αλλά να, ένα τελευταίο θα σου πω:

Ζωή χωρίς εσένα δεν την μπορώ.

Συντάκτης: Μαργαρίτα Αρβανιτίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου