Ξεκίνησε στο μυαλό του Δημήτρη Ψαθά, μια φτωχή αλλά φαντασμένη γυναίκα. Οι περιπέτειές της πρωτοδημοσιεύτηκαν το 1939 σ’ ένα εβδομαδιαίο προπολεμικό περιοδικό της εποχής. Κάνοντας μεγάλη επιτυχία, ο ίδιος ο συγγραφέας ήθελε πια να σταματήσει να γράφει για την περιβόητη Σουσού του, αλλά ήταν τόσο μεγάλη η απήχηση που είχε στον κόσμο και ύστερα από πιέσεις του εκδότη του, αποφάσισε να συνεχίσει με τις ιστορίες της -που μέχρι και σήμερα παραμένουν ενδιαφέρουσες και διασκεδαστικές.

Κάπως έτσι ξεκίνησε αυτή η τόσο επιβλητική κι ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Αγαπήθηκε από το κοινό κι έγινε βιβλίο το οποίο αν και πρωτοκυκλοφόρησε μέσα στην κήρυξη του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου το 1940, πούλησε χιλιάδες αντίτυπα. Έγινε θεατρικό έργο, επιθεωρήσεις, ταινία που δυστυχώς δε σώζεται και σήριαλ. Μέχρι σήμερα έχει γίνει πάνω από μία φορά σήριαλ, μουσική κωμωδία, έχει παιχτεί στο ραδιόφωνο, έχει ανέβει σε πάρα πολλά θέατρα, και με μεγάλες πρωταγωνίστριες του θεάτρου και του κινηματογράφου να ενσαρκώνουν την ακατάδεκτη μα τόσο συμπαθή μαντάμ Σουσού. Τόσο συμπαθή, που η σειρά με την οποία την έχουμε γνωρίσει οι περισσότεροι -με πρωταγωνίστρια την Άννα Παναγιωτοπούλου- προβλήθηκε και στην Αυστραλία.

Τι ήταν αυτό όμως που την έκανε τόσο δημοφιλή, και διαχρονική; Θα μπορούσε να είναι μια ρεαλιστική προσωπικότητα, ή μια υπερβολική καρικατούρα του Δημήτρη Ψαθά;

Νομίζω πως η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Σίγουρα η μαντάμ Σουσού ήταν υπερβολική σε όλα της. Στο ντύσιμο, στο φέρσιμό της, στις συνήθειές της, ήταν μεγαλομανής τέλος πάντων κι ας ζούσε στον Μπύθουλα -μια υποβαθμισμένη γειτονιά- και όχι στο αριστοκρατικό Κολωνάκι. Θαύμαζε ό,τι ξένο και σιχαινόταν τη ζωή που έκανε. Ουσιαστικά δεν ήθελε να δεχτεί το ποια είναι και έψαχνε μια καινούργια ταυτότητα που θα έδινε νόημα στη ζωή της.

Ώσπου μια κληρονομιά τη βγάζει από τη μίζερη καθημερινότητά της, χωρίζει τον φτωχό ιχθυοπώλη σύζυγό της Παναγιωτάκη κι εισβάλει δυναμικά στην αριστοκρατία που τόσο ονειρευόταν. Εκεί θα ζήσει τη χλιδάτη ζωή που τόσο φανταζόταν, θα γνωρίσει την υψηλή κοινωνία που τόσο ήθελε να μοιάσει, αλλά παράλληλα θα αρχίσει να καταλαβαίνει πόσο δήθεν είναι αυτή η κοινωνία. Πως το μόνο που ήθελαν από αυτήν ήταν τα πλούτη της, όπως και έγινε στο τέλος. Παρ’ όλες τις παραξενιές της, ήταν δυναμική, με τον δικό της τρόπο και διαφορετική από όλους τους άλλους. Δεν την ένοιαζε, τι έλεγαν, τι πίστευαν γι αυτήν, γιατί φυσικά τους έβλεπε όλους κατώτερούς της. Και έτσι ζούσε σ’ έναν κόσμο που ιδανικά είχε φτιάξει για τον εαυτό της.

Μέσα απ’ όλα αυτά όμως έβγαζε πάντα μια θλίψη. Γιατί κάτω απ’ όλη αυτή την έντονη προσωπικότητα, κάτω από την επιφάνεια, η Μαντάμ Σουσού ήταν και είναι ένα τραγικό πρόσωπο. Μια ύπαρξη κωμικοτραγική, με κύριο χαρακτηριστικό τη μεγαλομανία του λαού μας. Μικροαστική προσωπικότητα, μα με μεγάλη ψυχή. Δείχνοντας σ’ όλους μας το πραγματικό πρόσωπο της αριστοκρατίας, και του δήθεν.

Ο Δημήτρης Ψαθάς με τη Σουσού του, στην προπολεμική εκείνη εποχή ταρακούνησε την τότε άρχουσα τάξη, περνώντας μηνύματα μέσα απ’ ένα από τα πιο διαχρονικά βιβλία που γράφτηκαν ποτέ. Πλούσιοι και φτωχοί, και κάλπικες λίρες να λαμπυρίζουν. Σε μια Ελλάδα του 40 που ο κόσμος προσπαθούσε να ανασάνει από τους πολέμους, και ζούσε μέσα στη φτώχεια, μια Σουσού τόλμησε να ζήσει ένα ευγενές όνειρο, που όλοι τότε ζητούσαν.

Η ίδια δεν μπλέχτηκε ποτέ στα πλοκάμια των πλούσιων κυριών του Κολωνακίου. Έζησε όσα ήθελε και όσα ονειρεύτηκε, γεύτηκε την αλήθεια, και τέλος την απογοήτευση όταν ένας απατεώνας της έταξε έρωτες και της πήρε ό,τι περιουσία είχε. Ξαναγύρισε λοιπόν στην «μπασκλασαρία» του Μπύθουλα και στον Παναγιωτάκη της, που δε σταμάτησε στιγμή να την αγαπάει. Ξανάγινε η «πυργοδέσποινα του Μπύθουλα» όπως χλευαστικά την αποκαλούσαν, η ίδια όμως πονούσε πραγματικά για το όνειρο που διαλύθηκε. Ζούσε στη δική της πραγματικότητα χωρίς να είναι τρελή όπως πολλοί την κορόιδευαν. Ήταν καλή και αθώα, που τόλμησε να κάνει τη δίκη της επανάσταση, όσο κωμική κι αν ήταν αυτή.

Σίγουρα όλοι αναγνωρίζουμε μια Σουσού στο περιβάλλον μας, που δεν της αρέσει αυτό που ζει και δημιουργεί μια δική της πραγματικότητα η οποία δεν μπορεί να στηριχθεί πουθενά. Μια πραγματικότητα που δεν έχει καμιά υποδομή και στο τέλος καταρρέει, όπως η κοινωνία μας σήμερα. Μια κοινωνία που θαμπώνεται από τα στρας, τις πλαστικές πούλιες και πάνω σ’ ασταθή θεμέλια χτίζει όνειρα -τα οποία φυσικό είναι να γκρεμιστούν.

Η Μαντάμ Σουσού είναι ένα από τα πιο έξυπνα έργα, γεμάτο συγκίνηση, ρομαντισμό, χιούμορ και τρομερές περσόνες -με μεγαλύτερη την ίδια. Η Σουσού στο τέλος γυρνάει πίσω, στον πραγματικό της κόσμο, όπου όλα είναι φτωχικά, έχοντας πάρει το μάθημά της.

Ένα βιβλίο που όσοι δε γνωρίζουν, πρέπει να μάθουν. Μια ιστορία που μας συγκινεί και παράλληλα μας κάνει να γελάμε. Και ίσως μας διδάξει τη φύση των ανθρώπων, τις κοινωνίες που φτιάχνουμε, και τη σημαντικότητα του να πιστεύουμε λίγο παραπάνω στα όνειρά μας. Γιατί στο τέλος, η Σοσού το έζησε το όνειρό της.

 

Πηγή εικόνας

Συντάκτης: Μαργαρίτα Αρβανιτίδου
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου