Γνώρισα την τσόντα την εποχή που δεν υπήρχε διαδίκτυο. Τότε που περιμέναμε μέχρι αργά, στο Alter, για να δούμε τον «αόρατο» το «τηλεκοντρόλ» και την «Εμμανουέλα» τη δασκάλα του έρωτα. Μαζί με αυτά, στο κενό των διαφημίσεων, παρακολουθούσαμε εκστασιασμένοι τις πρωτοεμφανιζόμενες τότε διαφημίσεις για τηλεφωνικό σεξ.

«Είμαι η Μαρία, είμαι μόνη και θα σου ικανοποιήσω κάθε σου επιθυμία, πάρε με τώρα στο 006…»

Ναι, τότε τα ροζ τηλέφωνα ξεκινούσαν από 006. Σαν παιδί κι εγώ, μπήκα στον πειρασμό και τηλεφώνησα ένα βράδυ που λείπανε οι γονείς μου. Βέβαια δεν πρόλαβα να κάνω και πολλά καθώς φοβόμουν τις υψηλές χρεώσεις και πως αργότερα θα με ανακάλυπταν. Το ίδιο ακριβώς έκανε και κάθε αρσενικό που σέβεται τον εαυτό του και μετά όλοι μαζί εξιστορούσαμε την εμπειρία μας κι αυτός που είχε βαρέσει και μαλακία ήταν ο καλύτερος.

Τα χρόνια περνούσαν και στο δικό μου κεφάλι η απορία παρέμενε. «Είναι τόσοι πολλοί οι καυλωμένοι που παίρνουν τηλέφωνο και υπάρχουν ακόμη οι ροζ γραμμές;» Και αυτές που σου μιλάνε από την άλλη άκρη της γραμμής, είναι όντως δυνατά μωρά ή είναι τίποτα σπυριάρες με πρόστυχη φωνή και μεγάλη φαντασία;

Δεν άργησα και πολύ να μάθω την αλήθεια, καθώς μετά από λίγα χρόνια έπιασα δουλειά σε ένα τηλεφωνικό κέντρο. Τότε που ήταν στην άνθιση τους οι εναλλακτικές εταιρείες σταθερής τηλεφωνίας και δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα.

Στο διάλειμμα μαζευόμασταν αρκετά άτομα στο κυλικείο και πάντα παρατηρούσα μια γυναικοπαρέα που καθόταν χώρια από όλους τους άλλους. Μέσης ηλικίας και υπό του μέτριου εμφάνισης. Με τον καιρό ρώτησα τι ρόλο βαράνε αυτές οι τύπισσες. Είναι από τον έκτο, μου είπανε, από τα 006.

Λίγο μετά τα δεκαοχτώ μου και κατέρρευσε ο κόσμος γύρω μου. «Μαλάκα, αυτές δεν τις πηδάς ούτε νεκρός».’Όπως αντιλαμβάνεσαι, την γνώση αυτή δεν μπορούσα να την κρατήσω μόνο για εμένα. Τη μοιράστηκα με όσους γνώριζα. Βέβαια στη «μοιρασιά» μου αυτή, αντιλήφθηκα πως δεν ανακάλυψα την Αμερική. Ήταν πολλοί που ήδη γνώριζαν και άλλοι τόσοι αυτοί που ήταν συχνοί πελάτες.

Άνθρωποι σχεδόν κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης. Το βίτσιο εξάλλου δεν κάνει διακρίσεις. Άντρες που δεν «φώναζαν» από μακριά για «ανώμαλοι» αλλά τους εξίταρε απίστευτα η εκπόρνευση μιας άγνωστης, δούλας, πρόθυμης να ικανοποιήσει κάθε τους γούστο – έστω και τηλεφωνικά – αποφεύγοντας παράλληλα την πρακτική μοιχεία.

Από την άλλη πλευρά της γραμμής, κυρίες της διπλανής πόρτας, μητέρες, σύζυγοι. Τίποτα δε μαρτυρούσε το ένοχο τους επάγγελμα. Καθημερινές γυναίκες, που η ανάγκη και το πολύ καλό ποσοστό, τις έσπρωξε στο χώρο. Ένοχο μυστικό εκατέρωθεν.

Έπιασα την κουβέντα σε μία από αυτές- δεν άντεξα ο περίεργος. Η πιο συμπαθητική από όλες, καθώς οι πιο πολλές είχαν ένα πολύ μπλαζέ ύφος, ίσως από ντροπή, δεν είμαι σίγουρος.

Κυρία καθώς πρέπει και πολύ πρόθυμη να μου λύσει κάθε μου απορία.

«Κοίτα να δεις, αγοράκι» μου είπε, «από κοντά δεν είμαι και τόσο καυλιάρα, αλλά από το τηλέφωνο μπορώ να αναστήσω και νεκρούς, στο υπογράφω Ξέρω πολύ καλά πως να χειριστώ έναν άντρα, καταλαβαίνω ακριβώς τι ζητάει και ακολουθώ πιστά το ρολόι. Μέχρι να φτάσει το όριο των 15 λεπτών ανά κλήση, τον έχω φουντώσει τόσο πολύ που απλά δεν έχει επιλογή, θα πάρει ξανά τηλέφωνο και θα ζητήσει εμένα. Δε μου γεμίζει τη ψυχή, μου γεμίζει το πορτοφόλι κι αυτό με κάνει απίστευτα ευτυχισμένη. Να θυμάσαι κάτι, δεν υπάρχει γυναίκα, που να ξέρει πως να καυλώνει τους άντρες και να είναι δυστυχισμένη.»

Τότε, στα 19 μου χρόνια, κατάλαβα πως η πουτανιά δεν είναι απαραίτητα σωματική. Σαφώς και δεν ήταν όλες τους τέτοιες, αλλά αν θες να ακολουθήσεις αυτό το επάγγελμα με επιτυχία, δεν έχεις εναλλακτική.

Δεν είχα τι να πω. Την επόμενη μέρα παραιτήθηκα και το κεφάλαιο τηλεφωνικός έρωτας έκλεισε οριστικά για εμένα. Ακόμη και μετά από χρονιά, όταν το προσπάθησαν κάποιες κοπέλες μου μαζί μου, έτσι για τη φάση, ήμουν κατηγορηματικά αρνητικός. Νόμιζα πως ίσως και να με κορόιδευαν.

 

Συντάκτης: Βασίλης Δεμιρτζόγλου