Ένα βλέμμα γεμάτο κρυμμένα «σε θέλω» αρκεί για να ξυπνήσει μέσα σου το χάος και να σε κάνει να θες να μπεις στο σώμα του άλλου, να φτάσεις μέχρι την ψυχή του. Κάθε σου κύτταρο φωνάζει επιθυμία.

Σε θέλω και δεν έχω ενδοιασμούς ούτε αναστολές, σε θέλω και δεν ντρέπομαι να το φωνάξω, να το μάθουν όλοι, απλά σε θέλω ανελέητα κι απελπισμένα. Θέλω τον έρωτά σου πρόστυχο και παθιασμένο. Θέλω να κάνω μαζί σου πράγματα ανείπωτα.

Θέλω να σε νιώσω, να αισθανθώ την ανάσα σου να βαραίνει, το βλέμμα σου επάνω μου την ώρα που καυλώνεις εξαιτίας μου και μόνο για μένα. θέλω να με αγγίξεις όπως δε με έχουν ξαναγγίξει, θέλω οργασμούς, θέλω ποσότητα, θέλω ποιότητα και διάρκεια.

Εγώ κι εσύ, εμείς στο πάτωμα, στο γρασίδι, στο κρεβάτι, οπουδήποτε. Δεν έχει η κάβλα περιορισμούς, βάλε φαντασία κι άσε την ελεύθερη να μεγαλουργήσει. Το καλό κρεβάτι απαιτεί μηδενικές αναστολές.

Για να ανάψει μια φωτιά αρκεί ένα «σε θέλω» και κάπου εκεί γίνεσαι παρανάλωμα του πυρός, με τις αισθήσεις σου να αρχίζουν να χτυπάνε κόκκινο. Την ώρα εκείνη μιλάνε μόνο τα κορμιά, τα λόγια είναι, συνήθως, περιττά. Τα λένε όλα οι αισθήσεις κι είναι η μόνη φορά που λειτουργούν όλες ταυτόχρονα, μαζί ή κι εκ περιτροπής.

Στην αρχή η όραση, ένα βλέμμα και χάνεσαι, κοιτάς τον άλλον και κτυπάει το καμπανάκι της επιθυμίας. Παρανοείς, δεν μπορείς να σκεφτείς, θέλεις να τον αγγίξεις και δε χάνεις χρόνο. Περνάς στην αφή. Το δέρμα, η αίσθηση που αφήνει κάτω απ’ τα δάκτυλά σου κι εκείνα να διαγράφουν ηδονικές διαδρομές, αφήνοντας μια αίσθηση ανατριχίλας στο πέρασμά τους. Τα χέρια ταξιδεύουν παντού, σε σημεία απαγορευμένα. Γεννιέσαι και πεθαίνεις μόνο γι’ αυτά τα χέρια κι αυτό το άγγιγμα.

Και τα μάτια κλείνουν κι έρχεται το φιλί, αργό ή άγριο, παθιασμένο και γεύεσαι τα χείλη, το δέρμα του κι η γλώσσα μοιάζει πύρινη λαίλαπα που καίει ό,τι αγγίζει. Μυρίζεις, τη σάρκα του, το άρωμά του, τον ιδρώτα του, το ξεχωριστό αποτύπωμα του καθενός, τη μυρωδιά του.

Ακούς την καρδιά να κτυπά πιο δυνατά και την ανάσα να κόβεται. Αναστεναγμοί και λέξεις ξεφεύγουν απ’ τα χείλη και φτάνουν στα αφτιά κι αυτό σε κάνει να θες τον άλλο ακόμα περισσότερο. Ένα παραλήρημα που μόνο εσείς καταλαβαίνετε.

Κι ο χρόνος παύει να υπάρχει, άγγελοι και δαίμονες καίγονται μαζί. Δυο κορμιά σε ένα χορό αισθήσεων και παραισθήσεων στροβιλίζονται σε ένα κρεβάτι, ιδρώνουν και καίγονται μαζί στο βωμό του «σε θέλω». Και γίνεσαι ένα με τον άλλο και μπαίνεις βαθιά μέσα του κι αφήνεις υπογραφές στο κορμί του. Διψάς για έρωτα κτηνώδη με μια δίψα που δε σβήνει, όαση το κορμί του άλλου κι εσύ να θέλεις να πιεις νερό απ’ την πηγή.

Κι εκείνη την ώρα η κάβλα, μωρό μου, δεν καταλαβαίνει από «πρέπει» και «μη». Η κάβλα είναι απόλυτη, τα θέλει όλα, τα απαιτεί, εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Μη βάζεις φρένο, πάτα τέρμα το γκάζι και ξεπέρασε τα όρια.

Τόλμησε να αφεθείς. Οι απαγορευτικές γραμμές είναι για τις περνάμε. Ακόμα κι αν είσαι άγγελος, εκείνη την ώρα θα χάσεις την αθωότητα και τα φτερά σου. Την ώρα της ηδονής κανένα ίχνος ενοχής.

Συντάκτης: Γεωργία Ιακώβου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη