Σχέση δίχως ταυτότητα η δική μας. Όποτε ήθελες ήσουν εδώ κι όποτε ήθελες, αποχωρούσες κύριος, με ψηλά το κεφάλι, χωρίς να σε ενδιαφέρει τι γινόταν πίσω απ’ την πόρτα που έκλεινες. Κάθε φορά που την άνοιγες και το ‘σκαγες κι εξαφανιζόσουν απ’ τη ζωή μου για ημέρες, ορκιζόμουν πως δε θα επιτρέψω στον εαυτό μου να δεχθεί άλλες εφήμερες επισκέψεις σου και κάθε φορά, μπροστά στην όψη σου, αθετούσα τις υποσχέσεις μου.

Όσο ερωτευμένη κι αν ήμουν μαζί σου, αυτή η κατάσταση, η μάλλον η αναστάτωση, με κούρασε. Δεν μπορούσα να στηριχτώ πάνω σου, δεν ένιωθα ασφάλεια μαζί σου, ελάχιστες οι καλές στιγμές, δεν μπορούσα να αφεθώ σε σένα και δεν ήθελες να αφεθείς σε μένα. Είχες σηκώσει έναν τοίχο ανάμεσά μας –το «γιατί» ποτέ δεν το κατάλαβα– κι εγώ προσπαθούσα με κάθε τρόπο να τον γκρεμίσω. Μα οι δυνάμεις μου τελείωναν, έφαγα πολλές φορές το κεφάλι μου μαζί σου κι εσύ ενώ το έβλεπες, δεν έκανες απολύτως τίποτα.

Έτσι, η στιγμή δεν άργησε να έρθει. Πήρα τη μεγάλη απόφαση να διακόψω κάθε επαφή κι επικοινωνία μαζί σου. Για μένα ήταν ο πιο δύσκολος χωρισμός κι ας μην ήταν σχέση με την τυπική και τυποποιημένη της μορφή. Είχα απέναντί μου έναν άνθρωπο που είχα ερωτευτεί τόσο πολύ, τον είχα κάνει θεό μου, μα έπρεπε να κάνω κάτι για εμένα. Ώρα μου να αποχωρίσω.

Την απόφασή μου συνόδευσε ο θυμός στις εκφράσεις σου, αδικαιολόγητος απ΄τη στάση αδιαφορίας που είχες κρατήσει όλο το προηγούμενο διάστημα απέναντί μου. Μέσα σε λίγα λεπτά, ανίκανος να δεχθείς τη δική μου πλευρά και τη δική μου αλήθεια, μου γκρέμισες ό,τι όμορφο είχα νιώσει για εσένα. Έκανες τον θεό μου έναν κοινό θνητό που καμία σχέση δεν ήθελα να έχω μαζί του. Οι λέξεις έχουν δύναμη, έπρεπε να το ξέρεις και να τις επιλέγεις πιο προσεχτικά. Εκείνη η νύχτα υπήρξε δύσκολη, με βρήκε με κλάματα, αλκοόλ και τσιγάρα μπροστά στο παράθυρό μου, να προσπαθώ να καταλάβω τι είχε συμβεί προηγουμένως.

Η επόμενη μέρα, όμως, ξημέρωσε, άλλωστε ο ήλιος πάντα εμφανίζεται. Μαζί με τη μέρα ήρθε κι η συνειδητοποίηση, είχα περάσει μαζί σου δεκατρείς μήνες με έντονα συναισθήματα και μεγάλες στιγμές, πολλές απ’ τις καλύτερες και τις χειρότερες της ως τώρα ζωής μου. Πλέον, όμως, ένιωθα ανάλαφρη, σαν κάποιος να είχε πάρει ένα τεράστιο βάρος απ’ την πλάτη μου. Ένιωσα μια εσωτερική ηρεμία που είχα ξεχάσει πώς είναι. Δεν είχα πια καμία αγωνία για το αν θα ‘ρθεις και πότε θα φύγεις, δεν αναρωτιόμουν αν μ’ αγαπάς έστω και λίγο και δεν είχα καμία ανάγκη να νιώσω ασφάλεια κοντά σου, καθώς μετά από καιρό ένιωθα από μόνη μου ασφαλής.

Μάζεψα ό,τι είχε αφήσει πίσω ο τυφώνας σου και χαμογέλασα ξανά. Μια ολόκληρη ημέρα ένα αυθόρμητο χαμόγελο δεν έσβησε απ’ τα χείλη μου κι η ηρεμία μου δε διαταράχθηκε από κανέναν. Ήταν η καλύτερη ημέρα της ζωής μου. Ήταν η αρχή πολλών καλών ημερών που ακολούθησαν μακριά σου και των ακόμη καλύτερων που θα ‘ρθουν.

Θέλει ωριμότητα να μπορέσεις για μια στιγμή να απομακρυνθείς απ’ την κατάσταση στην οποία έχεις βαλτώσει και να δεις την πραγματικότητα και χρειάζεται μεγάλη δύναμη να πάρεις την απόφαση να κρατηθείς μακριά. Να αποχωριστείς εκείνον που αγαπάς τόσο πολύ, μα που είναι εκείνος που δεν ξέρει να σ’ αγαπήσει και δε θέλει να αγαπιέται.

Οι μέρες μου πια είναι όμορφες, με τις δυσκολίες τους πάντα, αλλά όμορφες. Κατάφερα να ξαναβρώ τον εαυτό μου, που τον είχα κάνει πέρα για να σου μοιάσω, μπας κι έτσι θελήσεις να με κρατήσεις δίπλα σου. Ελεύθερη πια απ’ τα δεσμά που μου φόρεσα, με τις δυνάμεις μου ξανά ανακτημένες, ανυπομονώ για τις ωραιότερες μέρες που με περιμένουν.

Συντάκτης: Έλενα Παπακώστα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη