Έφτασε λίγο μετά τις οκτώ στο λιμάνι.

Εκείνο το μουντό πρωινό στο τέλος του Σεπτέμβρη ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος κι ο νοτιάς που φυσούσε φαινόταν πως θα έφερνε βροχή. Φόρεσε το σκούρο φούτερ που είχε πετάξει στο πίσω κάθισμα κι άρχισε να περπατά στην υγρή προκυμαία με ένα χάρτινο ποτήρι ζεστού καφέ στο χέρι, ενώ στα ακουστικά του έπαιζε κάτι από Cohen.

Το καράβι για Μήλο είχε δέσει από τα ξημερώματα.

Αγαπούσε τα νησιά του φθινοπώρου· τα άδεια πλοία, τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, τα μισόκλειστα τουριστικά μαγαζιά, τα κουρασμένα ξενοδοχεία, τους παράκαιρους ταξιδιώτες, τις ξεχασμένες ακρογιαλιές, τα σκονισμένα σε ράφια σουβενίρ.

Τέλη Σεπτέμβρη, και τα πάντα έπαιρναν τη χειμωνιάτικη όψη τους.

Ταξίδευε μόνος, με τη φωτογραφία της Δάφνης κολλημένη σε μια σελίδα ενός ολοκαίνουριου μπλε σημειωματαρίου, που έμοιαζε με κολάζ στο νηπιαγωγείο. Το άνοιξε και παρατήρησε το ανάγλυφο εσώφυλλο. Αγγίζοντάς το, σκέφτηκε ότι η υφή του έμοιαζε με το κύμα της θάλασσας ή με βράχους σμιλεμένους από καταρράκτες, σαν εκείνους που κρύβονταν πίσω από τα γαλαζοπράσινα μάτια της.

Η μοναδική καταχώριση ήταν το όνομα και το τηλέφωνό της. Α ναι, και το αγαπημένο της τραγούδι. Ηigh Ηopes.

Πριν από δύο ημέρες είχαν μιλήσει για πρώτη φορά· δειλά, φοβισμένα, σαν έφηβοι που πρώτη φορά ερωτεύονται. Ξαφνικά, ήρθε στον νου του η μυρωδιά του σώματός της, εκείνη η παιδιάστικη μυρωδιά των ώμων της με την οποία θα μπορούσε να ξεχνιέται κάθε βράδυ, σαν δύτης μεθυσμένος στον βυθό. 

Ανέβηκε στο σαλόνι του πρώτου ορόφου και διάλεξε ένα μικρό γωνιακό τραπέζι δίπλα στο παράθυρο· πέρα, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι ήταν ο Πειραιάς με τα δεμένα καράβια του, η Ακτή Μιαούλη με την παρατημένη καφετέρια που ήταν για καιρό το απογευματινό στέκι τους, με θέα το βουνό που θαρρείς κι ήταν ζωγραφισμένο από τα χέρια της με καφεπράσινα παστέλ, οι καφετέριες με τον ξύλινο, στενό πάγκο στη Μαρίνα της Ζέας, τα ζεστά φουρνάρικα στις σκονισμένες εργατικές γειτονιές, το 040 από την Χατζηκυριάκου έως την Αγίων Πάντων· όλο αυτό το σμάρι των ανθρώπων που επαναρύθμιζαν το φθινόπωρο μέσα τους.

Λίγο πριν πιάσει το καράβι στο λιμάνι της Σίφνου, σηκώθηκε να κάνει τσιγάρο. Κάθισε στην εξωτερική σκάλα που οδηγούσε στο κατάστρωμα και ψαχούλεψε το τσαντάκι του για να σιγουρευτεί ότι έχει πάνω του φάρμακα. Τα κύματα χτυπούσαν το γέρικο σκαρί, φέρνοντας αρμυρές σταγόνες μέχρι τα χείλη του. Έβγαλε το σημειωματάριο κι έγραψε για πρώτη φορά.

«Κλαίω μα δεν το δείχνω. Όπως όταν βρέχει αλλού.

Κατάθλιψη. Ξανά και ξανά και ξανά.

Γρατσουνιές στο μπράτσο μου.

Μπουκάλια και σκουπίδια δίπλα στο κρεβάτι.

Ρίγη και τρόμος από τα χθεσινά χάπια.

Εκεί που ο χρόνος μετρά σε μέρες θεραπείας και τρύπιες καρτέλες.

Κλείνω δύο εβδομάδες σήμερα.

Κλειστά μπαντζούρια για μέρες.

Ερείπια.

Ενθύμια παντού.

Η θάλασσα μου θυμίζει πόσο θέλω να δω τα μάτια σου ξανά».

Η Μήλος ήταν όπως την είχε φανταστεί· ζευγαρόνησο, μα εκείνος βάδιζε μόνος.

Μπύρες, ατελείωτες μπύρες σε ένα παγκάκι στην προκυμαία του Αδάμαντα μέχρι τις τρεις το ξημέρωμα, βόλτα στην εκκλησία της Πλάκας με το πλακόστρωτο προαύλιο, εκείνο το πανέμορφο ζαχαροπλαστείο στο πιο ψηλό σημείο του χωριού, τα φάρμακα στο άδειο δωμάτιο, μεσημέρι, τα χαμηλωμένα παραθυρόφυλλα, τα φύλλα που μαζεύονταν στοίβες στις γωνίες, το νοικιασμένο αυτοκίνητο που τον πήγε παντού, το παλιό ραδιόφωνο που έπαιζε τις μουσικές που κουβάλησε από την Αθήνα.

Δυο μέρες ήταν αρκετές για να νιώσει και πάλι ξένος. Ο γυρισμός, μια ατελείωτη λευκή γραμμή θάλασσας μέσα στο αιγαιοπελαγίτικο μπλε. Το μεγαλύτερο κομμάτι του ταξιδιού το πέρασε ανεβασμένος στο κατάστρωμα, κι ας του πάγωνε το κορμί ο θαλασσινός αέρας, κι ας του μετέτρεπαν τις λέξεις σε ζωγραφιές ακουαρέλα οι βρόχινες σταγόνες που έπεφταν αργά.

Έψαξε το μπλε σημειωματάριο. Λίγες στάλες, ακριβώς πάνω στη λέξη «δεν»…

Η θαλασσινή υγρασία μαζί με τη βροχή σχημάτιζαν σκοτεινές λιμνούλες στο μπουφάν του που μεγεθύνονταν ολοένα, μα έτσι έπρεπε να γίνει, ώστε να αντέξει το μακρύ ταξίδι μέχρι τον Πειραιά το γυάλινο ψαράκι που θα της έκανε δώρο όταν θα την έβλεπε ξανά.

 

 

Συντάκτης: Βασίλης Γιαννούλης