

Όταν η δικαιοσύνη αφήνει τις γυναίκες να πηδούν στο κενό
Σοκ προκαλεί η υπόθεση μιας 45χρονης γυναίκας στα Ιωάννινα, η οποία, προσπαθώντας να ξεφύγει από τον σύζυγό της, πήδηξε στον φωταγωγό ξενοδοχείου, όπου είχε βρει καταφύγιο.
Το περιστατικό σημειώθηκε την Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου. Η γυναίκα, που είχε καταγγείλει τον 51χρονο σύζυγό της για ενδοοικογενειακή βία και απειλές, είχε εγκαταλείψει το σπίτι της μαζί με τα δύο παιδιά τους. Η Αστυνομία κίνησε τη διαδικασία του αυτοφώρου για τη σύλληψή του, αλλά εκείνος εξαφανίστηκε. Οι Αρχές της πρότειναν να μεταφερθεί σε safe house, ωστόσο εκείνη προτίμησε να μείνει σε ξενοδοχείο.
Την Παρασκευή, ο σύζυγος εμφανίστηκε στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου και ρώτησε για εκείνη. Όταν η 45χρονη ενημερώθηκε για την παρουσία του, πανικοβλήθηκε τόσο πολύ, που θεώρησε πως η μόνη της διέξοδος ήταν να πηδήξει στο κενό. Η Πυροσβεστική την ανέσυρε σοβαρά τραυματισμένη, και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Χατζηκώστα, όπου νοσηλεύεται στη χειρουργική κλινική. Ευτυχώς, η ζωή της δεν διατρέχει κίνδυνο.
Ο σύζυγός της προσήχθη από την Αστυνομία, αλλά, με εντολή εισαγγελέα, αφέθηκε ελεύθερος, καθώς δεν μπορούσε να του απαγγελθεί κατηγορία για την πτώση της γυναίκας. Για την αρχική καταγγελία ενδοοικογενειακής βίας, αναμένεται να οριστεί τακτική δικάσιμος.
Το μεγαλύτερο έγκλημα: Η αδράνεια
Και τώρα, τι; Μια γυναίκα έφτασε στο σημείο να προτιμήσει το κενό από την “προστασία” του κράτους. Ένας άντρας, που έχει ήδη κατηγορηθεί για βία, κυκλοφορεί ελεύθερος. Και η κοινωνία βλέπει άλλη μια είδηση να περνάει στα ψιλά. Πότε ακριβώς ένας κακοποιητής θεωρείται επικίνδυνος; Όταν η γυναίκα βρεθεί νεκρή; Γιατί μια γυναίκα που καταγγέλλει έναν βίαιο σύντροφο πρέπει να διαλέξει ανάμεσα σε έναν χώρο φιλοξενίας ή ένα ξενοδοχείο, αντί να είναι ο ίδιος ο κακοποιητής που μπαίνει σε περιορισμό;
Αυτό που έγινε στα Ιωάννινα δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό. Είναι ο τρόπος που λειτουργεί η ελληνική δικαιοσύνη. Νόμοι υπάρχουν, αλλά στην πράξη, τα θύματα μένουν απροστάτευτα. Αν μια γυναίκα δεν πέσει νεκρή, τότε η υπόθεση απλά σέρνεται μέχρι να ξεχαστεί.
Και μέχρι να αλλάξει κάτι, οι γυναίκες θα συνεχίσουν να τρέχουν. Να κρύβονται. Να πηδούν από φωταγωγούς. Και κάποιοι θα συνεχίσουν να απορούν “γιατί δεν έφυγαν νωρίτερα”.