

Κάποτε έπινα τη ζωή σε μεγάλες γουλιές
τώρα τη σιγορουφάω, μη μου κάτσει βαριά.
Κάποτε έβγαινα στους δρόμους
σαν να μου ανήκαν,
τώρα τους περνάω σκυφτός
λες και ζητάω συγγνώμη.
Έχω αρχίσει να φοβάμαι
πιο πολύ απ’ όσο χαίρομαι.
Φοβάμαι τα βράδια που γίνονται μέρες
χωρίς να το καταλάβω,
φοβάμαι τα λόγια που δεν είπα
και αυτά που είπα σε λάθος ανθρώπους.
Οι πόρτες που δε χτύπησα,
οι αγκαλιές που δε ζήτησα,
τα τσιγάρα που έσβησα στη μέση,
οι έρωτες που ξεχάστηκαν
πριν γίνουν έρωτες στ’ αλήθεια—
όλα τους φαντάσματα,
όλα τους φόβοι
που κουβαλάω σαν σακούλες από το σούπερ μάρκετ.
Κάποτε έλεγα «γαμώτο, θέλω κι άλλο»,
τώρα λέω «φτάνει».
Κάποτε μετρούσα τα γέλια,
τώρα μετράω τις ζημιές.
Φοβάμαι πως θα περάσει η ζωή
κι εγώ θα έχω ζήσει
μόνο τα ασφαλή κομμάτια της.