«Μα γιατί με πιάνουν αυτές οι ζαλάδες συνέχεια;». «Μήπως έχω κάτι που δεν το ξέρω;». «Νιώθω συχνά τα χέρια μου να ιδρώνουν και δε βλέπω και πολύ καθαρά». «Έχω γεμίσει σπυράκια». «Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ εύκολα». «Νιώθω κάποιες φορές ένα σφύξιμο στο στομάχι».

Ίσως να έχεις ακούσει κι εσύ μία τουλάχιστον από αυτές τις φράσεις στο στενό οικογενειακό σου περιβάλλον, στο χώρο της εργασίας σου ή στην παρέα σου. Μπορεί, λοιπόν, να έχεις δεις τον πατέρα σου, τη σύντροφό σου, τον κολλητό σου, ή το γείτονά σου, να αρχίζουν να ανησυχούν και να μπαίνουν σε μια διαδικασία να ψάξουν τι έχουν. Αρχίζουν να χτυπάνε την πόρτα πληθώρας γιατρών, να μεταπηδούν από ειδικότητα σε ειδικότητα και άλλες φορές βέβαια να φοβούνται να σκαλίσουν την κατάστασή τους. Συχνά με έκπληξη ακούνε τα καλά νέα του παθολόγου, του καρδιολόγου, του δερματολόγου, ακόμη και του γαστρεντερολόγου. Ναι, ναι καλά άκουσες! ‘Αλλωστε σήμερα γνωρίζουμε ότι στο στομάχι δεν καταλήγουν μόνο οι τροφές μας, αλλά και οι εμπειρίες μας, οι οποίες είτε είναι ευχάριστες, είτε δυσάρεστες -και στις δύο περιπτώσεις επηρεάζουν τη λειτουργία του (σκέψου μόνο τις «πεταλούδες» που νιώθεις όταν ερωτεύεσαι ή τον κόμπο στο στομάχι όταν έγραφες στο σχολείο κάποιο διαγώνισμα!).

Και συνεχίζω…

Οι εξετάσεις από τους γιατρούς λοιπόν -για καλή τους τύχη- βγαίνουν καθαρές, αλλά οι δικοί σου εξακολουθούν να υποφέρουν. Τι να συμβαίνει τέλος πάντων; «Είναι ψυχολογικό.», διαγιγνώσκει ο γιατρός κι εκείνοι αναρωτιούνται αν είναι τρελοί ή μήπως κατά φαντασίαν ασθενείς. Κι όμως, οι ειδικοί επιμένουν ότι (προφανώς) δε συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Για την ακρίβεια, το σώμα μάς στέλνει μηνύματα για την ψυχή μας, τα οποία και πρέπει να ακούσουμε πολύ προσεκτικά, δίνοντάς τους την απαραίτητη σημασία. Γιατί ως γνωστόν, το σώμα και η ψυχή είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, με το ένα να επηρεάζει και να επηρεάζεται από το άλλο. Με αυτό τον τρόπο, όταν δε φροντίζουμε το ένα, μπορεί να μας δώσει κάποιο σήμα το άλλο. Πονάει, δηλαδή, η ψυχή και μας μιλάει το σώμα, μια κατάσταση, η οποία μπορεί να εκφραστεί με διάφορα σωματικά συμπτώματα, των οποίων η αιτία δεν είναι βιολογική (ή δεν είναι εντελώς βιολογική), αλλά ψυχική. Και τα συμπτώματα αυτά, είναι τα λεγόμενα «ψυχοσωματικά».

Σε αυτό το σημείο, ελπίζω να μη σε έχω μπερδέψει, αλλά ακόμη κι αν έχει γίνει αυτό, πάμε τώρα να το πιάσουμε λιγάκι από την αρχή. Η απώλεια ενός κοντινού μας ανθρώπου, η προαγωγή που δεν πήραμε στη δουλειά, η ψυχρότητα του συντρόφου μας,  η δυσφορία που μπορεί να αισθανόμαστε στο χώρο εργασίας μας, εκείνο το project που δεν προλάβαμε να ολοκληρώσουμε μέσα στην προθεσμία, η απομάκρυνση από σημαντικά πρόσωπα της ζωής μας, οι τόσες υποχρεώσεις που εκκρεμούν, μπορεί να είναι μερικές μόνο από τις καταστάσεις που επηρεάζουν την ψυχική μας διάθεση και μπορεί να δημιουργήσουν μέσα μας συγκρούσεις, θυμό, στενοχώρια ή ένα αίσθημα ανικανοποίητου.

Και βέβαια όλα αυτά αν τα εκφράζαμε, αν τα εξωτερικεύαμε, αν κάναμε κάτι για να τα αλλάξουμε ή να τα διορθώσουμε, πιθανότατα να κυλούσαν όλα ομαλά στη ζωή μας.  Ωστόσο, η γρήγορη ροή της καθημερινότητας, πολλές φορές μας κάνει να μην έχουμε άμεση επαφή με αυτά τα συναισθήματα, να μην τα εκδηλώνουμε, καταπιέζοντάς τα, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο μια συσσώρευση ενέργειας μέσα μας. Με τη σειρά της αυτή η ενέργεια, αφού  διοχετευθεί κάπου, μπορεί να «χτυπήσει» κάποιο όργανο-στόχο και έτσι να αρχίσουμε να βλέπουμε αυτά τα συμπτώματα. Γινόμαστε, επομένως, παραλήπτες ενός μηνύματος που μας στέλνει το ίδιο μας το σώμα, προκειμένου να στρέψει την προσοχή μας σε κάποια συναισθηματική εκκρεμότητα, την οποία έχουμε διαγράψει -ή τουλάχιστον έτσι δείχνουμε- και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο βρίσκει έναν άλλον τρόπο να κάνει την εμφάνισή της.

Όπως καταλαβαίνεις, το απεχθές σε όλους μας, άγχος, έχει και πάλι τον πρώτο λόγο και ευθύνεται άμεσα για αυτή την κατάσταση. Πιο συγκεκριμένα, όπως είπαμε και πριν, είναι φορές που βρισκόμαστε ξαφνικά αντιμέτωποι με καταστάσεις για τις οποίες δεν έχουμε προετοιμαστεί, όπως η ανεργία ή η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, ενώ επίσης πολλά ψυχοσωματικά προβλήματα έχουν την πηγή τους όχι σε κάτι που συμβαίνει την τρέχουσα περίοδο στη ζωή μας, αλλά σε προηγούμενα χρόνια. Πρόκειται, δηλαδή, για συσσωρευμένο άγχος ή θλίψη που «κουβαλούσαμε» για πολλά χρόνια, μέχρις ότου ξεσπάσουν υπό τη μορφή ψυχοσωματικών συμπτωμάτων.

Οι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι συχνά οι πάσχοντες από ψυχοσωματικά προέρχονται από ένα οικογενειακό περιβάλλον, στο οποίο οι γονείς δεν εκφράζουν τα συναισθήματά τους, με αποτέλεσμα τα παιδιά να συνηθίζουν σε αυτόν τον τρόπο συμπεριφοράς. Μάλιστα, τέτοια άτομα, ακόμα και στην ενήλικη ζωή τους, συνεχίζουν να καταπνίγουν ό,τι αισθάνονται. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι καθόλου σπάνιο να παρουσιάζονται τέτοιου είδους συμπτώματα σε περισσότερα από ένα μέλη της οικογένειας. Και φυσικά άλλος ένας παράγοντας, τον οποίο δεν πρέπει να αγνοούμε είναι ότι συχνά υπάρχει μια γενετική/κληρονομική βάση, όσον αφορά τις περιοχές (όργανα του σώματός μας) όπου έχει ευαισθησία ο καθένας μας και στις οποίες έρχεται  να σωματοποιηθεί το στρες.  Εξάλλου πολλοί είναι πλέον οι ειδικοί που θεωρούν ότι κάθε πάθηση μπορεί να έχει πολλαπλή αιτιολογία, μπορεί δηλαδή να είναι το αποτέλεσμα της συμπλοκής μιας αντίδρασης ανάμεσα σε βιολογικές, ψυχολογικές και κοινωνικές παραμέτρους. Όλα μετράνε λοιπόν.

Όπως και να ‘χει πάντως, το μόνο σίγουρο είναι ότι η ψυχή και το σώμα αποτελούν ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο για τον άνθρωπο. Όταν πάσχει το ένα, μοιραία συμπαρασύρει και το άλλο, γι’ αυτό και έχει πολύ μεγάλη σημασία η ολιστική θεραπευτική προσέγγιση κάθε ατόμου που αντιμετωπίζει τέτοια ψυχοσωματικά συμπτώματα. Αντιθέτως, η αντιμετώπιση του ενός μόνο ή του άλλου μέρους, μας οδηγεί απλώς στο να σκεπάζουμε το πρόβλημα, το οποίο θα εξακολουθεί να υπάρχει, κάποια στιγμή θα μας κάνει την τιμή να εμφανιστεί και τότε θα είναι που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε διπλά τον πόνο, τόσο ψυχικά όσο και σωματικά.

Γι’ αυτό, λοιπόν, γιατί να μην αναλογιστούμε και να μην κάνουμε πράξη τα λόγια που είπε κάποτε ο Άγιος Αυγουστίνος: «Φρόντιζε το σώμα σου, σαν να πρόκειται να ζήσεις για πάντα, φρόντιζε την ψυχή σου, σαν να πρόκειται να πεθάνεις αύριο!».

Συντάκτης: Ειρήνη Μακρινού
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.