Ήταν πάντοτε σιωπηλός. Μέσα του όλες οι φωνές ξεσπούσαν με θορύβους κάνοντάς τον με αυτόν τον τρόπο να σωπαίνει. Καθιστώντας τα αυτιά ανήμπορα να ακούσουν. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά στο τέλος της ημέρας δεν μπορούσε ούτε να δει. Οι φωνές της συνείδησής του τον τύφλωναν. Ζήλευαν όλα εκείνα που θα μπορούσε να θαυμάζει κοιτάζοντάς τα. Κι εκείνες τις μελωδίες που θα τον ηρεμούσαν βοηθώντας να ξεχάσει. Ζήλευαν τα λόγια που θα μπορούσε να ξεστομίσει αν κοιτούσε κατευθείαν στην καρδιά μα πιο πολύ φοβούνταν ένα πράγμα. Έτρεμαν μπροστά στην ευγνωμοσύνη που θα μπορούσε να νιώσει αν διεγείρονταν από τη μαγεία της.

Μόνο το βράδυ στα όνειρά του κατάφερνε να τους ξεφύγει. Την ώρα εκείνη που τις κοίμιζε, ξεγλιστρούσε αθόρυβα και με τις μύτες των ποδιών του δραπέτευε. Τη νύχτα παραδεχόταν ότι δεν μπορούσε την ημέρα να ξεστομίσει σε κανέναν. Παραδεχόταν τη χαρά της ζωής. Τις στιγμές που του δίνονταν απλόχερα για να τις γεμίσει με δεκάδες διαφορετικά συναισθήματα και πρωινά ηλιόλουστα. Ηλιοβασιλέματα και χρώματα και λόγους για να μοιράζεται τις χαρές του και τις λύπες του με ανθρώπους που αγαπά.

Τη νύχτα συνειδητοποιούσε πως ο κόσμος γύρω του είναι έτοιμος να τον εξερευνήσει, να αισθανθεί τον άνεμο να του διαπερνά το σώμα κι εκείνα τα άστρα που έλαμπαν. Άραγε πάντοτε ήταν τόσο λαμπερά; Ξαφνικά ένιωσε ένα ρεύμα να τον διαπερνά. Θυμήθηκε χθες που δεν ανταπέδωσε εκείνο το σ’ αγαπώ, έφαγε βιαστικά το φαγητό του και τον πήρε ο ύπνος με τα ρούχα. Ποτέ δεν μπόρεσε να δώσει σημασία στα μικρά εκείνα που έκαναν τις χαρές της ζωής μεγάλες. Πάντα ήταν πολύ απασχολημένος να ακούει μονάχα εκείνες τις φωνές που μόνο άγχος, τύψεις και πίεση του προκαλούσαν.

Εκείνο το βράδυ είδε ένα παράξενο όνειρο. Είδε πως ερήμωσαν οι σκέψεις του απ’ τα φαντάσματα. Άρχισε να ακούει καθαρά τι του έλεγαν οι φωνές που την ημέρα παρακαλούσε να σωπάσουν και που τη νύχτα ξαγρυπνούσε αγκαλιά με το υποσυνείδητό του. Φάνηκαν να μην ακούγονται τόσο τρομακτικές πια. Μάλλον προσπαθούσαν κάτι να του πουν. Το κάλεσμά της ευγνωμοσύνης ηχούσε τώρα καθαρά και άκουσε τα λόγια της με προσοχή:

«Είμαι εδώ για να σου θυμίζω να αγαπάς αυτά που έχεις και για να μην ξεχνάς πως ένιωθες πριν τα αποκτήσεις. Ήρθα στη ζωή σου για να σε μάθω όχι μόνο να κοιτάς, αλλά να βλέπεις. Όχι μονάχα να νιώθεις, μα να αισθάνεσαι και να συναισθάνεσαι. Κι ενώ φάνηκες πως ήξερες τι να κάνεις, είπες πως είσαι ευτυχισμένος με όσα έχεις, είπες πως θα έλεγες ευχαριστώ ακόμα και στις αποτυχίες σου και τις άφησες να σε καταβάλου. Έσκυψες το κεφάλι και είπες πως θα αρκεστείς στην τύχη σου. Και συμβιβάστηκες μ’ έναν άνθρωπο που δεν ήθελες.

Αποδέχθηκες τα λάθη σου χωρίς να μπεις στον κόπο να τα βελτιώσεις. Αφοσιώθηκες σε μια δουλειά που δεν πληροί τις προϋποθέσεις σου, γιατί έμαθες να την αγαπάς κι αυτήν όπως και όλους σου τους συμβιβασμούς. Και κάπως έτσι την ώρα που κατάφερα για τα καλά να εισχωρήσω στην καρδιά σου και να σου μάθω να αγαπάς εσύ πέταξες και τα κίνητρα που θα σου έδινα για να πάψεις να προσπαθείς. Γιατί βολεύτηκες να λες πως θα αγαπήσεις αυτά που έχεις, βάζοντας τις επιθυμίες σου στη φορμόλη. Και μια ζωή στο μέτριο που είχε μάθει να αναιρεί τους στόχους που μπορούσες να θέσεις για να φτάσεις πιο ψηλά.

Εκείνα που σου φώναζαν ήταν τα όνειρά σου και τα κίνητρα για να σηκώνεσαι όταν αποδέχεσαι πως σκόνταψες και έπεσες. Ήταν η δύναμή σου να ανέβεις άλλο ένα σκαλοπάτι πρώτου πειστείς πως δε θα φθάσεις στην κορυφή μένοντας χαμηλά. Και η πίστη σου, εκείνη ήταν που σου φώναζε περισσότερο, γιατί πιστεύοντας πως ήσουν πλημμυρισμένος από ευγνωμοσύνη, έχασες τελικά το νόημά της και μαζί και τον εαυτό σου. Τις νύχτες που κατάφερνες να ξεφεύγεις από τους ίδιους σου τους φόβους, γιατί εκείνοι είναι που σε κούφαιναν, βίωνες μικρές στιγμές ευτυχίας και ξεπερνούσες τα όριά σου. Ίσως γιατί στα όνειρά δε διστάζεις να απαρνηθείς τα δεδομένα σου και να περιπλανηθείς στις στιγμές που ανήκουν στις επιθυμίες σου. Εκεί πίστευες πως ξέφευγες κι από μένα μα τότε ήταν που ερχόσουν πραγματικά κοντά μου. Και εκεί που προσπαθούσα να σε πείσω να μείνεις μαζί μου μέχρι το πρωί εσύ ξυπνούσες τρομαγμένος από τον ήχο των ενδοιασμών σου. Και κάπου στην πορεία χάθηκες. Και έχασες και το νόημα της ευγνωμοσύνης.

Γιατί ευγνωμοσύνη για όσα έχουμε δε σημαίνει συμβιβασμός με όσα δε θέλουμε. Η ευγνωμοσύνη δεν αναιρεί την επιθυμία. Δεν επαναπαύεται, ψάχνει καινούριους πόθους, νέους σκοπούς κι αυτοβελτίωση. Η ευγνωμοσύνη αγαπά όσα με κόπο έχουμε αποκτήσει και όσα απλόχερα μας δόθηκαν. Προσπαθεί όμως μαζί με το πείσμα να κρατήσει αυτά και να κερδίσει κι άλλα. Σε αφήνει, να προχωράς να εκτιμάς και να σκέφτεσαι. Δε σε κρατάει στάσιμο και παγιδευμένο σε σιγουράκια.

Ίσως εκείνα τα όνειρα που μας κρατούν συντροφιά τις νύχτες να είναι ό,τι πιο κοντά στις επιθυμίες που εγκαταλείψαμε προσπαθώντας να αισθανθούμε βεβιασμένα ευτυχισμένοι. Μπορεί να αισθανθήκαμε τυχεροί για όσα μας δόθηκαν μα αυτός δεν είναι λόγος να σβήσουμε την σπίθα μέσα μας. Κι εκείνες οι φωνές, σίγουρα κάτι προσπαθούν να μας πουν.

Συντάκτης: Μαίρη Νταουξή
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.