Ποτέ. Δεν μπήκες καν στον κόπο. Πέρασε ο καιρός, πέρασες κι εσύ. Ήρθες, πέρασες, έφυγες. Δεν μπήκες στον κόπο πριν φύγεις να εξηγήσεις. Να μιλήσεις. Να ξεστομίσεις δύο λέξεις που θα μας γλύτωναν από μελαγχολικά βράδια, από άσκοπες σκέψεις κι ανείπωτες συζητήσεις.

Κι όλα αυτά, γιατί φάνηκες λίγος. Για τις περιστάσεις, για εμένα και για όλα όσα περίμενα κι ίσως να απαιτούσα. Τόσο λίγος που έφυγες, δεν εξήγησες, δείλιασες. Μπροστά σε μένα, μπροστά σε μας. Σε ό,τι θα φτιάχναμε μαζί, σε όσα θεμελιώναμε με φιλιά. Μα όλα έμειναν στα σχέδια. Στα σκαριά μιας ζωής που ποτέ δε θα μοιραστούμε.

Κι η εξήγηση δε θα ήθελα να ήταν απολογητική, ένας ανιαρός μονόλογος να με καθησύχαζε μπροστά στο χωρισμό. Δε θα ‘θελα να ήταν μια συγγνώμη δύο σελίδων ειπωμένη με δάκρυα στα μάτια και λυπηρό τόνο. Δε θα ήθελα να με κάνει να νιώσω καλύτερα, να κατανοήσω ότι δε φταίω κι ότι το πρόβλημα σε όλα ήσουν εσύ. Να μην το ‘κανες από λύπηση, βρε παιδί μου, μα από ανάγκη. Όχι κουκουλωμένα ψέματα με δόσεις μετάνοιας, δε θα βοηθούσαν σε καμία περίπτωση.

Θα ήθελα μια ειλικρινή αντιμετώπιση, τιμώντας τα όσα ζήσαμε. Κι ένα «γιατί». Μια απάντηση σε όλα τα ερωτήματα που θα άφηνε η απουσία σου. Με σίγουρο λόγο, μεστό και πάνω απ’ όλα ειλικρινή. Γιατί σου ήταν τόσο δύσκολο, ποτέ δεν το κατάλαβα. Ο αυθορμητισμός είναι η μεγαλύτερη επικοινωνιακή ευλογία. Άσε το μυαλό σου να πει όσα νιώθει! Ή μάλλον όσα δε νιώθει.

Τουλάχιστον να έπιανες το σχοινί απ’ τη μια άκρη και μόνη μου μετά θα το έφτανα στην άλλη -μέχρι να προχωρήσω παρακάτω. Μέχρι να μάθω να νιώθω ξανά. Μα δε σου ζήτησα καμία συμμετοχή σ’ αυτό. Η συμβολή σου θα σταματούσε στην προσθήκη πέντε γραμμών με μια λογική σειρά ώστε να βγάζουν ένα βασικό νόημα.

Μα εσύ δειλός, ακόμα και γι’ αυτό. Κακόβουλος κι απεχθής απέναντι στο παρελθόν σου. Σε ένα παρόν που ούτε καν πρόλαβε να γίνει παρελθόν ακόμα -κι εσύ το ξέχασες. Το λησμόνησες ανάμεσα στα καινούρια πράγματα που ήθελες να δεις και να δοκιμάσεις. Ούτε καν δειλός. Λίγος, λοιπόν, για τα όνειρα που έκανα. Μα ακόμα πιο λίγος για όση αγάπη σου έδειχνα. Λιγοστός για έρωτα και μάλλον αρκετός για τα λιγοστά. Άτυχες συγκυρίες, μα δίκαιη ζωή.

Κι έφυγες με ένα μήνυμα, με μπόλικη αδιαφορία, με το βλέμμα χαμηλωμένο και το στόμα κλειστό. Και εγώ έμεινα πίσω να αναλύω ποιο ήταν το πρόβλημα, τι δεν πήγε καλά, πώς βρήκες τη δύναμη να τ’ αφήσεις όλα. Πότε σταμάτησες να νιώθεις και τι δε σου έδωσα, που θα ήθελες. Βουτηγμένη στις ερωτήσεις, μα χωρίς καμία ελπίδα πιθανής απάντησης.

Κι όχι, πια δεν επιθυμώ τίποτα από εσένα. Δεν ξέρω αν το αλαζονικό κι ανίδεο κεφάλι σου θα μπορούσε να το κατανοήσει, μα δε θέλω. Η ζωή είναι για να προχωρά κι εγώ πια έχω μάθει καλά ότι η απουσία είναι μακράν καλύτερη από μια αδιάφορη παρουσία. Την παρουσία, άλλωστε, του άλλου αν την απαιτήσεις, δεν την έχεις πραγματικά. Γι’ αυτό λοιπόν σου εξηγώ  ότι, αλίμονο, δε θέλω να ξαναεπιστρέψεις.

Μα αυτή η εξήγηση, ρε γαμώτο, θα μας έβγαζε από μεγάλο κόπο και κούραση. Θα σηματοδοτούσε ένα τέλος που, ήθελα ή όχι, θα υπήρχε. Θα ήταν εκεί και θα μου υπενθύμιζε ότι είχες φύγει οριστικά. Μα εσύ δεν έβαλες μία τελεία, αλλά ένα κόμμα. Δε μου έκλεισες καμία πόρτα, αλλά ούτε μου άφησες και καμία ανοιχτή. Θα μπορούσες να μου την κλείσεις στα μούτρα κι ύστερα εγώ θα μάζευα τα σπασμένα και θα μ’ έχτιζα απ’ την αρχή. Μια νέα αρχή. Εσύ από επιλογή προτίμησες την εύκολη λύση της φυγής. Πολύ δύσκολη εγώ για ‘σένα, άλλωστε. Έτσι δεν έσπασες απλά κάποια κομμάτια, τα ράγισες όλα. Και δεν μπορείς να επικεντρωθείς σε ένα σημείο πόνου, όταν όλη η ύπαρξη υποφέρει.

Ήθελα να ξέρω∙ από περιέργεια, από αγωνία, από αγάπη. Ήθελα. Μα μου στέρησες μέχρι κι αυτό. Να μη με βασανίζουν μικρά φωτεινά ερωτηματικά. Να γίνουν μεγάλα σβηστά θαυμαστικά ή και ακόμα και τελείες. Μεγάλες, διακριτές, απόλυτες. Όπως αρμόζει σε κάθε τέλος. Μου το χρωστούσες. Μα, τελικά, δεν πήρα τίποτα.

Φτάνει, όμως, με σένα. Καμία επιπλέον συζήτηση δεν αξίζεις. Η αξία του καθενός φαίνεται στο τέλος. Και μάλλον για εσένα αυτό είναι ένα μικρό είδος τέλους. Τουλάχιστον για ό,τι σχετίζεται με εσένα κι εμένα. Για εμάς, για ένα «εμάς» μάλλον, που δεν τα κατάφερε. Σαν δυο λέξεις, τόσο κοντά εννοιολογικά, μα μακριά συντακτικά, τόσο μακριά όσο μακριά έφυγες.

Και τώρα έμειναν κάτι στάχτες από σένα, ό,τι απέμεινε απ’ τη φλόγα σου να σε θυμίζει. Τα ξεχασμένα δώρα σου, η αύρα σου στο σπίτι και το άρωμά σου να κατακλύζει τους τοίχους. Με μπουκώνουν οι σκέψεις, μου μουδιάζουν τα άκρα. Αυτά τα χέρια που φιλούσες, αυτά τα πόδια που χάιδευες.

Φεύγω κι εγώ. Τουλάχιστον, για τελευταία φορά, κάτι να κάνουμε μαζί.

Συντάκτης: Χριστίνα Καρυοφυλλίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη