Όλοι μας έχουμε προβλήματα κατά καιρούς στη ζωή μας. Μικρό ή μεγάλο, ό,τι με την παρουσία του μας φέρνει τη ζωή άνω-κάτω μπορεί να ονομαστεί πρόβλημα και για να το διώξουμε από πάνω μας το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι το λύσουμε. Έρχονται όμως μερικές στιγμές που κουράζεσαι τόσο με τα δικά σου προβλήματα και πρέπει να τα αφήσεις λίγο στην άκρη. Να τα ακουμπήσεις κάπου για να μη σε πνίξουν με το βάρος τους και χάσεις εντελώς τον έλεγχο.

Μερικές φορές είναι ωραίο να αφήνεις κατά μέρος τη δικιά σου πραγματικότητα για να μπεις στην πραγματικότητα κάποιου άλλου. Βλέπεις τα όνειρα και τους προβληματισμούς του, διαβάζεις τις σκέψεις του και παρακολουθείς τις εμπειρίες του. Βάζεις για λίγο στην άκρη τις δικές σου σκέψεις κι αγωνίες για να μπεις στις χαρές και τις λύπες κάποιου άλλου, τόσο πραγματικού όσο κι εσύ. Αυτός είναι ο ρόλος των χαρακτήρων στις σειρές.

Όπως συμβαίνει και με τα βιβλία, στις σειρές ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας ένας ολόκληρος κόσμος που θα μπορούσε να είναι ο δικός μας. Και μέσα σ’ αυτόν ζουν και δημιουργούν οι ήρωες. Χαρακτήρες λιγότερο ή περισσότερο αληθοφανείς που μας παρουσιάζονται και μας καλούν να τους ακολουθήσουμε και να ζήσουμε για σαράντα πέντε λεπτά την εβδομάδα μέσα απ’ τα δικά τους μάτια. Να γνωρίσουμε τον κόσμο όπως φαίνεται από τη δική τους ψυχοσύνθεση. Κι εμείς τους ακολουθούμε. Δίνουμε μαζί τους ένα καθορισμένο ραντεβού και τους παίρνουμε από πίσω στο ταξίδι τους.

Δεχόμαστε την πρόκληση να ταυτιστούμε μ’ έναν φανταστικό χαρακτήρα που όμως είναι ολοζώντανος εκεί, μπροστά στα μάτια μας. Δεχόμαστε, για μια καθορισμένη ώρα κάθε τόσο, να γίνουμε εμείς οι ήρωες. Να αγωνιούμε με τις αγωνίες τους, να ερωτευόμαστε μέσα στο δικό τους σώμα, να μαθαίνουμε τον τόνο της φωνής τους και να οικειοποιούμαστε τις αντιδράσεις τους.

Ξεσηκώνουμε τα χαρακτηριστικά τους, τις ατάκες και τα αστεία τους και τους κάνουμε δικούς μας, βίωμά μας. Κι ας είναι ξέχωρες υπάρξεις. Κι ας είναι, συχνά, όντα που δεν υπάρχουν στον κόσμο μας. Και τι μ’ αυτό; Τη στιγμή που ο σεναριογράφος τα περιέγραψε πάνω στη σελίδα το και ο ηθοποιός τους δάνεισε το σώμα και τη φωνή του, έγιναν πραγματικά. Τόσο πραγματικά όσο τα δάκρυα, τα γέλια κι οι κοφτές κραυγές έκπληξης κι αγωνίας που μας προκαλούν.

Και γιατί σειρά κι όχι ταινία; Η δικιά μου απάντηση είναι γιατί κρατάει περισσότερο και σου δίνει την ευκαιρία να γνωρίσεις καλύτερα τους χαρακτήρες που σου συστήνει. Σου επιτρέπει να ταξιδέψεις σε περισσότερα μέρη, να περάσεις από περισσότερες καταστάσεις. Δε σε περιορίζει σ’ αυτό το αυστηρό δίωρο όπου ακόμη και δεκαετίες πρέπει να χωρέσουν στα εκατόν τόσα λεπτά που έχει στη διάθεσή του ο σκηνοθέτης.

Και γιατί όχι βιβλίο; Γιατί άλλη χάρη έχει να το βλέπεις παιγμένο μπροστά σου. Να βλέπεις αληθινή σάρκα κι οστά κι αληθινή φωνή να ζει τα όσα γράφτηκαν σε μια κόλλα χαρτί. Η σειρά είναι μια μεγάλη ιστορία από χαρακτήρες που δουλειά τους είναι να τη διηγηθούν σε μας που τους παρακολουθούμε αχόρταγα. Αν είναι καλή, δεν καταλαβαίνεις πότε πρόλαβαν κι έγιναν όλα όσα βλέπεις στην οθόνη σου. Γιατί έγιναν σχεδόν φυσιολογικά. Γιατί κυλάει όπως κι η ζωή μας. Αργά, μέρα τη μέρα, όλα γίνονται σταδιακά. Κι αυτό κάνει την όλη υπόθεση πολύ πιο αληθοφανή μπροστά στα μάτια μας.

Είναι ωραίο πότε-πότε να ανασηκώνεις λίγο το μουσαμά που περιβάλλει την καθημερινότητα και τη ζωή σου για να δεις λίγο τη ζωή κάποιου άλλου. Και μάλιστα όχι με διάθεση κουτσομπολιού κι αδιακρισία για τη ζωή του διπλανού. Μαθαίνεις απ’ τα λάθη ενός φανταστικού ήρωα και νιώθεις ότι έχεις βιώσει κι εσύ τις εμπειρίες του. Αφήνεις τη δικιά σου καθημερινότητα  για τις λύπες και τις χαρές της ιστορίας του και ζεις σε έναν άλλο, παράλληλο, πλην όμως απολύτως υπαρκτό κόσμο. Τον κόσμο του.

Για λίγο όμως. Τόσο, όσο χρειάζεται για να ξεκουραστείς και να ξεβαρεθείς τις δικές σου σκοτούρες. Όσο να επιθυμήσεις και πάλι τον δικό σου κόσμο. Εκεί που όταν σ’ αγγίζουν το νιώθεις, δεν το βλέπεις μόνο. Εκεί όπου ο ήλιος σε ζεσταίνει όταν σου χαϊδεύει το γυμνό δέρμα κι ένα φρέσκο μπουκέτο κάνει να μοσχοβολάει όλο το σπίτι και δε χρειάζεται να στο περιγράψει κανείς για να το καταλάβεις. Επιστρέφεις, λοιπόν, ξεκούραστος και φρέσκος στην πραγματικότητα, ξαναπιάνεις ό, τι σε βάραινε και συνεχίζεις την πορεία σου. Αλλά λίγο πιο εύκολα.

Γιατί στο μεταξύ γνώρισες νέους χαρακτήρες κι είδες άλλα μέρη. Κατά κάποιον τρόπο ταξίδεψες. Κι ακόμη κι αν ο κόσμος που σου έδειξαν ήταν ένα στημένο στούντιο κι οι ζωές για τις οποίες έμεινες καρφωμένος μπροστά στην οθόνη ήταν προσεκτικά κατασκευασμένες από έναν σεναριογράφο, έτσι ώστε μην ξεφεύγει ούτε λεπτομέρεια, το ταξίδι που σε πήγαν ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Κι αυτό το επιβεβαιώνει περίτρανα το υπαρξιακό αδιέξοδο που αντιμετωπίζεις στο τέλος κάθε αγαπημένης σειράς.

 

Συντάκτης: Νεφέλη Αρδίττη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη