Είμαι σίγουρη ότι δεν είναι λίγες οι φορές που έχεις βρεθεί σε μια κάπως περίεργη θέση όταν κάποιος σου κάνει ερωτήσεις που τις θεωρείς λίγο «ενοχλητικές», γιατί περιέχουν μια κάποια αδιακρισία, ανοίγοντας θέματα τα οποία δεν είναι top of the list σε μια πρώτη γνωριμία. Επίσης νομίζω ότι δεν είναι και σπάνιο να έχεις βρεθεί σε μια θέση που απροκάλυπτα ο απέναντι θα σου πει «ήρθε η ώρα της ανάκρισης» σε μια παρέα που έχεις σκάσει ως ο καινούργιος. Αδιακρισία λοιπόν. Σε σχόλια και ερωτήσεις. Όλοι το έχουμε βιώσει. Μπορεί να είναι κάτι που θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο αλλά βάζοντάς το μέσα σε μια συγκεκριμένη συνθήκη σου δημιουργεί ένα πολύ περίεργο συναίσθημα και παίρνεις αυτό που λέμε, ένα πολύ περίεργο vibe.

Βέβαια αυτή η αδιακρισία, σχεδόν ανάκριση, δεν είναι απαραίτητο να προέρχεται μόνο από ξένους. Μπορεί να είναι από ένα φιλικό ή συγγενικό πρόσωπο ακόμα και από τον σύντροφό μας. Κι εκεί είναι ακόμα πιο δύσκολο να το διαχειριστούμε γιατί σκεφτόμαστε «μα καλά πώς είναι δυνατόν να μην καταλαβαίνει ότι κάτι τέτοιο ξεπερνάει τα όρια».

Γενικότερα, το ζήτημα της αδιακρισίας δεν το έχουν αγγίξει οι κοινωνικές επιστήμες αυτό καθ’ εαυτό. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι, κυρίως οι ψυχολόγοι, ερευνούν το φαινόμενο σαν μια ανάγκη να γνωρίζει ο απέναντι ακριβώς τι είμαστε για να μπορέσει να καταλάβει αν είναι εφικτό να καταλήξουμε μαζί είτε σε ερωτικό επίπεδο είτε σε φιλικό. Οι ψυχολόγοι Faulkner & Schaller μιλούν για την παραπάνω ιδέα σε ένα άρθρο τους που δημοσιεύτηκε στο Evolution and Human Behavior του University of British Columbia. Εκεί, μας ενημερώνουν ότι με το να γνωρίζουν οι άλλοι κάποια από τα πιο ενδόμυχα μυστικά ή χαρακτηριστικά μας ωφελείται το είδος μας.

Ας πάρουμε ως δεδομένο ότι αυτό όντως συμβαίνει για τον παραπάνω λόγο, πώς μπορούμε εμείς να το διαχειριστούμε και να το αντιμετωπίσουμε χωρίς να κλειστούμε μέσα στο καβούκι μας και να γίνουμε αντιπαθητικοί αφήνοντας τη δυσαρέσκειά μας να φανεί; Παρακάτω θα παραθέσουμε μερικές λύσεις που μπορούν να μας βγάλουν από τη δύσκολη θέση. Συγκεκριμένα πέντε μεθόδους που έχει φανεί να έχουν αποτέλεσμα.

Ο πρώτος τρόπος έχει να κάνει με την ετοιμότητα. Αν για παράδειγμα είσαι το νέο μέλος μια παρέας ή έχεις πάει για να γνωρίσεις την παρέα του συντρόφου σου, μια μικρή ανάκριση δεν είναι κάτι που δεν περιμένεις. Σκέψου λοιπόν από πριν κάποιες διπλωματικές απαντήσεις που θα προδώσουν μόνο τόσα όσα είσαι έτοιμος να μοιραστείς. Είναι φυσικά και κάποιες τυπικές εκφράσεις όπως το «αυτό είναι συζήτηση για μια άλλη μέρα» που μπορούν να σώσουν την κατάσταση.

Από την άλλη είναι πολλές οι περιπτώσεις που ξεχνάμε το πιο σημαντικό. Να επικοινωνούμε, με σεβασμό πάντα στον απέναντι, αυτό που αισθανόμαστε τη στιγμή που θα συμβεί, ή στην συγκεκριμένη περίπτωση τη στιγμή που θα ερωτηθούμε κάτι. Αν τυχόν δε θέλουμε να απαντήσουμε ή πιστεύουμε ότι η ερώτηση είναι όντως αδιάκριτη και δεν έχει κανένα νόημα για τη συζήτηση να απαντηθεί, πρέπει να πούμε ακριβώς αυτό. Και με μεγάλη ηρεμία να βοηθήσουμε τον άλλο να καταλάβει μέχρι πού μπορεί να φτάσει, γιατί τα όρια του κάθε ατόμου είναι διαφορετικά από τα δικά μας και μπορεί να ισχύει πως δεν καταλαβαίνει ότι αυτό που κάνει αγγίζει, ή και ξεπερνάει, για εμάς τα όρια του άβολου.

Σε κάποιες περιπτώσεις πάλι, μπορεί να βαφτίσουμε αδιακρισία κάποιο προσωπικό μας κόλλημα. Είναι λοιπόν σημαντικό, πριν βιαστούμε να κρίνουμε, να αφιερώσουμε μισό λεπτό στο να εντοπίσουμε ποιο είναι το χαρακτηριστικό που κάνει την ερώτηση ή το σχόλιο αδιάκριτο και να το διευκρινίσουμε. Όταν κάτι σε τριγκάρει προσπάθησε να καταλάβεις το γιατί. Αυτό θα βοηθήσει και εσένα και τον απέναντι στο να βρείτε ένα κοινό τόπο συνύπαρξης και συνομιλίας. Έτσι, θα μπορέσεις ίσως να καταλάβεις κι αν είσαι κάπου λίγο πιο αυστηρός απ’ όσο χρειάζεται και να ξεσκαρτάρεις τα όντως αδιάκριτα από αυτά που απλά σε δυσκολεύουν σαν θέματα συζήτησης

Αν πάλι δεν είσαι σε θέση να απαντήσεις, στρέψε την προσοχή σε κάτι άλλο πέρα από το άτομό σου. Αυτό μπορεί να είναι να επικεντρωθείς σ’ ένα φαινόμενο, να γυρίσεις την ερώτηση στον άλλον, ή ακόμα και να πιαστείς από κάτι που έχει ειπωθεί και να αλλάξεις το focus της συζήτησης. Με αυτόν τον τρόπο θα φύγει το βάρος της απάντησης και θα μπορέσεις να ανοίξεις μια εξίσου ενδιαφέρουσα συζήτηση που δε θα είναι όμως προσωπική.

Ίσως βέβαια να τα κάνεις όλα αυτά και πάλι να μη δεις κάποιο αποτέλεσμα. Κάπου εκεί πρέπει απλώς να αποδεχτείς ότι μερικοί άνθρωποι είναι αυτό που λέμε “compulsive communicators”. Απλά δεν μπορούν να σταματήσουν να μιλάνε και να ρωτάνε. Κι αυτό είναι ερευνητικά αποδεδειγμένο. Πολλές φορές, οι συνεχείς ερωτήσεις είναι η μόνη λύση για κάποιους ανθρώπους που δεν έχουν μάθει να σχετίζονται, κοινωνικοποιούνται και να συζητάνε με άλλους. Η αντιμετώπισή τους είναι εύκολη. Βρες έναν τρόπο με τη γλώσσα του σώματος να τους δείξεις ότι πρέπει να σταματήσουν. Ακόμη κι αν στα λόγια δυσκολεύονται, το σώμα συνήθως ξέρουν να το ακούν. Την επόμενη φορά λοιπόν που κάποιος θα σε φέρει σε δύσκολη θέση μη διστάσεις να το επικοινωνήσεις και να θέσεις τα όριά σου. Οι διαπροσωπικές σχέσεις άλλωστε είναι πάντα υπό διαπραγμάτευση.

Συντάκτης: Ελπίδα Μπογράκου
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη