Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ένας εξαιρετικά γρήγορος κι αποδοτικός επεξεργαστής. Η αλήθεια είναι, όμως, πως έχει ένα θεματάκι χρονοκαθυστέρησης στο να ενσωματώνει νέες πληροφορίες και να τις αποδέχεται ως δεδομένα. Ειδικά όπου χώνουν τη μύτη τους το συναίσθημα κι η συνήθεια, κλάφ’ τα Χαράλαμπε!

Τρανταχτό παράδειγμα οι απροσδόκητοι χωρισμοί που είτε μας επιβλήθηκαν χωρίς τη θέλησή μας και χωρίς επαρκείς δικαιολογίες είτε ήταν δική μας –δύσκολη– επιλογή, γιατί ήταν το πιο σωστό που είχαμε να κάνουμε δεδομένων των συνθηκών της σχέσης. Το να πεις στον εγκέφαλό σου απλά ένα «τελείωσε», δε θα αλλάξει κάτι για εκείνον. Ο/η πρώην σύντροφός σου θα συνεχίσει να φιγουράρει στις σκέψεις σου. Όσο μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς σου ήταν, τόσο συχνότερα ο νους σου θα χτυπάει καμπανάκια ότι κάτι λείπει.

Αυτός ο αφέντης της ύπαρξής σου, ο εγκέφαλός σου, θα σε ρωτάει συνέχεια διάφορα «γιατί» και θα σε προστάζει για μια επιστροφή. Λίγο επειδή είσαι ευάλωτος εκείνη την περίοδο, πολύ επειδή είναι τόσο πρήχτης ο εγκέφαλός σου που , σπάνια μπορείς να μην τον υπακούσεις. Κι εκεί που ζεις το δράμα σου με μουσική, κλάματα και φαγητό, πείθεσαι και στέλνεις εκείνο το μήνυμα πως θες να τον/τη δεις να μιλήσετε. Κι αν είσαι τυχερός, η επιθυμία σου πραγματοποιείται κιόλας.

Τι κάνει, όμως, τον εγκέφαλό μας να επιμένει για μια ακόμα επικοινωνία; Έχει βρεθεί πως ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει τη λειτουργία να αντιλαμβάνεται ολόκληρα. Ακόμα κι όπου αυτά δεν υπάρχουν, αποζητά ένα κλείσιμο, μια συμπλήρωση δηλαδή των κενών ώστε τα ημιτελή να γίνουν ολόκληρα. Αυτή η τάση του νου είναι δεδομένη ως προς τις εικόνες που του δίνονται να επεξεργαστεί. Κάποιοι επιστήμονες διατείνονται πως αυτό το «κλείσιμο» επιζητεί ο εγκέφαλος κι όταν προσπαθεί να ξεπεράσει τον πόνο που φέρνει ένας βίαιος χωρισμός.

Με άλλα λόγια, υποστηρίζουν πως επιδιώκουμε τη μια επιπλέον επαφή για να πούμε και να ακούσουμε όσα δεν ειπώθηκαν, να φωτίσουμε σκοτεινές γωνίες της ιστορίας και να απαντήσουμε ερωτήματα, διεκδικώντας ένα τέλος σαφές και ξεκάθαρο. Έτσι πλέον, η σχέση έχει αρχή, διάρκεια και, κυρίως, τέλος -είναι, δηλαδή, ολόκληρη. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται το κλείσιμο μέσα μας, καθιστώντας μας έτοιμους να πάμε παρακάτω.

Βέβαια, δεν αποδέχονται όλοι οι ψυχολόγοι πως το λεγόμενο «κλείσιμο» είναι εφαρμόσιμο  σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα συναισθήματα κι ότι είναι ο τρόπος να απαλλαγούμε απ’ τον πόνο. Μα, ακόμα κι εκείνοι που αποδέχονται κάτι τέτοιο, αναγνωρίζουν πως ο ανθρώπινος νους έχει την ικανότητα να δημιουργεί μόνος του το «κλείσιμο» όπου αυτό δεν υπάρχει. Με άλλα λόγια, έχει τη δυνατότητα να επεξεργαστεί μόνος τα δεδομένα που έχει και να καλύψει τα κενά που υπάρχουν, κάνοντας υποθέσεις κι ανακαλύπτοντας απαντήσεις.

Θα μου πεις πως έτσι κινδυνεύεις να αποδεχτείς υποθέσεις που είναι αναληθείς, είτε γιατί σε βολεύουν, είτε γιατί σου εξασφαλίζουν μια όμορφη εικόνα για τον άνθρωπο που είχες δίπλα σου, είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Μα και ποιος σου εγγυάται ότι αν ζητήσεις τις απαντήσεις κατευθείαν από εκείνον, θα ακούσεις την αλήθεια;

Υπάρχει ή όχι αυτό που ψυχολογικά ονομάζεται «κλείσιμο» σε μια σχέση, είναι πραγματικότητα πως πολλές φορές η αιτιολόγηση που προβάλλουμε για τις επιστροφές –ενίοτε και καταστροφές– μας είναι πως έχουμε πολλές απορίες κι έχουμε ανάγκη για εξηγήσεις. Ίσως, όμως, τα κίνητρα να μην είναι πάντα τόσο αγνά. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτό που μας κάνει να επιστρέψουμε είναι η επιθυμία μας να βιώσουμε κάποιες ακόμα στιγμές με τον άνθρωπο που ήταν κομμάτι της ζωής μας τόσο καιρό. Μια ακόμα βόλτα, ένα τελευταίο κρεβάτι, μια τελευταία αγκαλιά. Μάλιστα, καθότι τον λες και κάπως ύπουλο τον ψυχισμό μας, πιθανώς υποσυνείδητα να πιστεύουμε πως αυτή η τελευταία επαφή μπορεί να ανατρέψει τα πάντα. Τα προβλήματα θα λυθούν, το πάθος κι η οικειότητα θα πάρουν τη ρεβάνς και θα ‘μαστε πάλι μαζί.

Τελικά, υπάρχει αυτό που αποκαλείται «κλείσιμο» μιας σχέσης ή είναι απλά μια αφορμή για μια ακόμα παράταση; Προσωπικά δεν μπορώ να δώσω μια βέβαιη απάντηση. Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά, καθότι αποτελεί διδαχή της Ψυχολογίας, είναι πως σε κάθε περίπτωση το τελικό βήμα για να αφήσεις πίσω σου μια σχέση θα γίνει από ‘σένα. Είναι αναγκαία μια εσωτερική ανασκόπηση. Αξίζει να ψάξεις τι έγινε λάθος και πού εσύ θα μπορούσες να ‘χες φερθεί διαφορετικά και σωστότερα. Επιπλέον, να ξεδιαλύνεις όλα τα μαθήματα που μπορεί να σου δώσει αυτή η σχέση κι η εξέλιξή της και να τα εκμεταλλευτείς για να δημιουργήσεις μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου, έτοιμη να αναμένει τον επόμενο έρωτα. Ακόμα, να αποτιμήσεις τι ήταν αυτός ο άνθρωπος κι αυτή η σχέση για εσένα, πόσο σε άλλαξε προσωπικά και κατά πόσο σε βελτίωσε. Τέλος, να κρατήσεις όλες τις καλές αναμνήσεις και να φυλάξεις τον άνθρωπο αυτό και τον έρωτά σας στο γλυκύτερο μέρος της ψυχής σου.

Εν τέλει δεν έχει σημασία ποιες θα ‘ναι οι πρώτες σου αντιδράσεις μετά από ένα χωρισμό. Αν θα αναζητήσεις απαντήσεις από το πρώην αμόρε σου για να επιτευχθεί αυτό που ονομάζεται «κλείσιμο» μιας σχέσης. Ή αν με δικαιολογία αυτό θα διεκδικήσεις μερικές ακόμα τζούρες απ’ τον άνθρωπό σου ή ακόμα και μια παράταση της σχέσης. Έχεις δικαίωμα να βιώσεις όποια συναισθήματα θέλεις και με όποιον τρόπο επιθυμείς, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να παζαρέψεις λίγο από τον εγωισμό σου.

Αυτό που έχει πραγματικά σημασία είναι να παραδέχεσαι την αλήθεια σου περί του τι επιδιώκεις. Να είσαι σε εγρήγορση και προετοιμασμένος για όλα τα πιθανά σενάρια. Κι αν δε βρεις αυτό ψάχνεις, να στρέφεσαι στον εαυτό σου, να του αφιερώνεις χρόνο και να αναδημιουργείσαι μέσα απ’ τις στάχτες μιας χαμένης σχέσης.

Συντάκτης: Νίκη Φαρδιά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη