Η δουλειά είναι η μισή μας μέρα. Εννοείται πως το άλλο μισό προσπαθούμε να το διαμοιράσουμε στην οικογένειά μας, σε φίλους, στο να διασκεδάσουμε, ή ακόμα και στο πολύ σημαντικό, στο να ξεκουραστούμε. Για τους περισσότερους η δουλειά γίνεται για βιοποριστικούς λόγους, για κάποιους άλλους είναι ολόκληρη η ζωή τους. Όπως και να ‘χει ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μας το κατέχει η δουλειά και μέσα σ’ αυτή συνυπάρχουμε με τους συναδέλφους μας, με ανθρώπους τους οποίους μπορεί να γνωρίζουμε για πολλά χρόνια ή και για λίγους μήνες, ωστόσο θεωρούμε τους εαυτούς μας μια οικογένεια. Μέχρι που τα όνειρα για κάτι μεγαλύτερο ή η ανάγκη για αλλαγή, φέρνουν την απόφαση ν’ αλλάξουμε δουλειά.

Όταν παρθεί αυτή η απόφαση, είτε γιατί δεν αντέχεις άλλο, είτε γιατί δε σ’ εξυπηρετεί πλέον, είτε γιατί βαρέθηκες και θέλεις ν’ ανοίξεις νέους ορίζοντες στα επαγγελματικά σου, γνωρίζεις πως θ’ αφήσεις πίσω σου και τους ανθρώπους που γνώρισες, την επαγγελματική σου οικογένεια. Κάποιοι έχουν βρει τον έρωτα της ζωής τους στη δουλειά, έχουν βρει το άλλο τους μισό, έχουν συνάψει δυνατές φιλίες, έχουν τιμήσει συναδέλφους -που πλέον αποκαλούν φίλους– έχουν δημιουργήσει κουμπαριές. Αφήνεις μια δουλειά χρόνων και πρόκειται για μια θαρραλέα απόφαση κι επιλογή, ξέρεις όμως πως μαζί μ’ αυτή θα χάσεις και την καθημερινότητά σου με τους ανθρώπους του περιβάλλοντος της δουλειάς σου. Κι αυτό τσούζει λιγάκι.

Αφήνεις πίσω εκείνους που βασίστηκαν σε σένα, που σε πίστεψαν, που συμπορεύτηκαν μαζί σου, που σε βοήθησαν και σου έδωσαν όλα τα εφόδια. Άνθρωποι που σε είχαν σαν το άλλο τους μισό στο γραφείο, το φιλαράκι τους από τη δουλειά, εσένα που μπορούσαν να εμπιστευτούν ακόμα και για τα εσώψυχά τους. Σαφώς, όταν μια σχέση δοκιμάζεται καθημερινά στα καλά και στα δύσκολα, στα περίεργα και στα σοβαρά κι αντέχει στον χρόνο, τότε είναι σχέση ζωής, όμως η καθημερινή επαφή είναι ένα κεφάλαιο μόνη της. Το περιβάλλον της δουλειάς είναι τόσο απαιτητικό κι έχει τόσα deadlines που ανά πάσα στιγμή μπορείς να «μανουριάσεις» με τον οποιονδήποτε ακόμα κι αν είναι ο κουμπάρος σου ή ο καλύτερός σου φίλος εκτός δουλειάς. Δεν αποχωρίζεσαι μόνο τη φύση της δουλειάς αλλά και τους ανθρώπους που αγάπησες να βλέπεις κάθε μέρα. Μια συνήθεια που έγινε γλυκιά ρουτίνα για σένα.

Και λίγο πριν φύγεις, θα σε λαβώσουν γλυκά όλα εκείνα τα αποχαιρετιστήρια μηνύματα, μηνύματα που θ’ αγγίξουν βαθιά την καρδιά σου, που θα σου φέρουν δάκρυα στα μάτια, που θα σε κάνουν να σκεφτείς ποιους αφήνεις πίσω. Θ’ ακούσεις να σου πουν να μη φύγεις, αλλά ταυτόχρονα θα σου ευχηθούν ν’ ανοίξεις τα φτερά σου και θα χαίρονται για σένα. Η αξία της απώλειας μετριέται με το πόσα αφήνεις πίσω καθώς προχωράς μπροστά. Και σίγουρα, στη δουλειά κάποιους που αφήνεις πίσω, πραγματικά τους αγάπησες.

Καμιά φορά τα όνειρα σε παρασέρνουν, αν κι είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν να πάρουν τη γενναία απόφαση να προχωρήσουν στη ζωή τους, αντί να μείνουν σε μια επαγγελματική ζωή και ρουτίνα που τους φθείρει και που δεν τους εξυπηρετεί πια. Συνήθως αυτός που φεύγει κι αλλάζει επαγγελματικό προσανατολισμό είναι η φωνή όλων, συγκεντρωμένη σε μια θαρραλέα αποχώρηση από μια δουλειά που πλέον έχει κάνει τον κύκλο της. Από ένα συμβόλαιο που έχει λυθεί με μια υπογραφή, αν κι έχει μπει η τελεία εδώ και πολλά χρόνια. Οι άνθρωποι, όμως, δε λύνονται και δε φεύγουν με μια υπογραφή. Αυτοί είναι κι ο λόγος που ένα κομμάτι σου θα μείνει πίσω μαζί τους, ακόμα κι αν αλλάξεις άλλες δέκα δουλειές μέχρι τη συνταξιοδότησή σου.

Άραγε, τι θα σου ήταν πιο δύσκολο ν’ αφήσεις; Τη δουλειά ή τους ανθρώπους της;

Συντάκτης: Βασιλική Ασλόγλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου