Πάνω από είκοσι χρόνια της ζωής μας που, όχι μόνο τα μοιραστήκαμε, αλλά τα ζήσαμε μαζί βήμα- βήμα, απ’ το ίδιο κιόλας δωμάτιο. Ένα πέμπτο ενός αιώνα, ένα τέταρτο σχεδόν ολόκληρης της ζωής μας που συνυπήρχαμε σ’ αυτούς τους τέσσερις τοίχους, αδερφάκι μου. Διόλου ευκαταφρόνητο διάστημα, αν το καλοσκεφτείς.

Κι ήταν πολλές οι στιγμές που ‘θελα να σου ξεφύγω, που μ’ ενοχλούσε το κρεβάτι-καναπές που ‘πρεπε ν’ ανοίξουμε κάθε βράδυ και να κλείσουμε κάθε πρωί, το μικρότερο γραφείο που μοιραζόμασταν ανά βδομάδα, ο ήχος του πληκτρολογίου που θεωρούσα αυτόματα φταίχτη για τις άλυτες ασκήσεις μαθηματικών.

Περίμενα πώς και πώς να φύγεις για σπουδές, να αποκοιμάμαι με την τηλεόραση ανοιχτή στο δωμάτιο,  να τρώω το τιραμισού της μαμάς με το κουτάλι κι ολόκληρη τη σπανακόπιτα της γιαγιάς, να τσεπώνω και το δικό σου χαρτζιλίκι, να περνάω πάνω από ένα εικοσιτετράωρο χωρίς γρατσουνιές.

Αποζητούσα απεγνωσμένα λίγη παραπάνω ελευθερία, λησμονώντας πως εκείνη διατηρεί στενούς δεσμούς με τη μοναξιά. Κι η μοναξιά είναι άτιμη παρέα, ύπουλη. Ανοίγει πληγές που δεν ξέρεις καν πως υπήρχαν. Και τότε, αποζητάς τη συντροφικότητα, την προστασία και τη σιγουριά, που μόνο ένας αδερφικός δεσμός μπορεί να χαρίσει.

Όταν έφυγες, όμως, πήρες κατά λάθος μαζί τα νεύρα και τις παραξενιές μου. Είχαν ξεχαστεί φαίνεται στην τσέπη του αγαπημένου μου φούτερ, που ‘χωσες κρυφά στη βαλίτσα. Δε μ’ ενοχλούσε πια η πολυλογία κι η αντιδραστικότητά σου, όμως δεν ήσουν εκεί να στο πω. Δεν πρόλαβα να παραδεχτώ πως παρ’ όλες τις ενστάσεις μου, πάντα άκουγα τις συμβουλές σου.  

Έκανα καινούριους φίλους και μπορώ να γελάω μαζί τους, αλλά δεν ξεκαρδίζομαι όπως μ’ εσένα. Τους μιλάω κι εκείνοι μ’ ακούνε με συγκατάβαση και συχνά με κατανόηση, όμως εμένα μου λείπεις εσύ που κουνούσες το κεφάλι καταφατικά κι ας ήξερα πως δεν είχες ακούσει λέξη.

Το μικρό μας δωματιάκι, που δε με χωρούσε και μ’ έπνιγε, πλέον φαντάζει παλάτι άδειο και με τρομάζει. Μου λείπει που μαλώναμε συνέχεια, πλέον αυτήν την εκκωφαντική ησυχία τη βαριέμαι, δεν κρύβει πουθενά λίγη ζωντάνια, λίγα νεύρα. Με σύγχυζε που δεν είχαμε δεύτερη τηλεόραση για να παρακολουθήσω ό,τι θέλω, όμως τώρα που έχω δύο, δεν έχω όρεξη καν να τ’ ανοίξω το μαυροκούτι. Ζήλευα που ‘σουν το αγαπημένο παιδί της μαμάς, τώρα που ‘σαι μακριά, όμως, εύχομαι να γυρνούσες να ξαναπάρεις τα ηνία, γιατί μ’ έχει κουράσει η τόση προσοχή.

Μου ανέβαζαν τη θερμοκρασία οι χαζοαφίσες σου στην ντουλάπα. Τώρα κοιτάω τα σημάδια απ’ το σελοτέιπ κι αναλογίζομαι πως προτιμούσα να ‘μεναν οι αφίσες, αντί να ‘φευγες εσύ.

Όμως ξέρεις τι μ’ εκνευρίζει περισσότερο; Που ‘χω συνηθίσει αυτήν την κατάσταση την περίεργη, την ξένη. Που την έχω κάνει τρόπο ζωής, που την έχω εντάξει στην καθημερινότητά μου και διόλου δε με ξενίζει τελικά.

Που τα δάκρυά μου εγκλωβίζονται πλέον και δε δραπετεύουν απ’ τα μάτια μου κάθε που συναντιόμαστε στ’ αεροδρόμιο. Που ανταμώνουμε μετά από μήνες ολάκερους κι αντί αυτό να με στεναχωρεί, μ’ ανακουφίζει το γεγονός πως δεν έγιναν ακόμα χρόνια.

Με πειράζει που δεν έχουμε συνειδητοποιήσει πως έχει τύχει να περάσουν μέρες ολόκληρες χωρίς να μιλήσουμε και με θυμώνει που αντί για το πρόσωπό σου απευθύνομαι σε μια φωτογραφία. Με τσατίζει που δεν είσαι εκεί να μου πεις τα πρώτα χρόνια πολλά σε γενέθλια και γιορτές. Με βαραίνει η σκέψη πως τον πρώτο λόγο στις συναντήσεις μας έχουν οι τιμές των αεροπορικών εταιρειών. Που δεν προλαβαίνω και που δεν ευκαιρείς.

Συνήθεια το βαφτίζουν κάποιοι κι ίσως να ‘χουν δίκιο. Θα κατηγορήσουν λίγο την κρίση, λίγο το σάπιο εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας, που μας σπρώχνει για σπουδές στο εξωτερικό, λίγο την απόσταση και θα παρηγορηθούν.

Εμείς, όμως, ας είμαστε δυνατοί. Ας μην αφήσουμε δυο ώρες διαφορά και μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα να μας αποξενώσουν. Μου λείπεις, ορίστε, το παραδέχομαι. Θα γυρίσεις τώρα πίσω;

 

Επιμέλεια Κειμένου Ελευθερίας Ευαγγελοπούλου: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Ελευθερία Ευαγγελοπούλου